O Οδυσσέας και ο Πολύφημος, αποσυμβολισμός (Λιαντίνης)






Καθότανε κάποτε η μεριμνά και έπλαθε ένα αγαλματάκι από πυλό , ώσπου εμφανίστηκε ο Δίας και τότε η μεριμνά παρακάλεσε τον θεό τον θεών να φυσήξει για να του δώσει ζωή και σαν αντάλλαγμα αυτό να τον προσκυνάει

-Μετά χαράς, της απαντάει ο Δίας. Πιάνει , φυσάει τη λάσπη.
Κι αμέσως το πλάσμα ζωντάνεψε. Καθόντανε κι οι δύο, και χαίρουνταν το έργο τους.

-Και πώς να το βαφτίσουμε; ρωτά η Μέριμνα. Λέω να τουδώσω τ’ όνομα μου. Εγώ δεν τό ‘πλασα;

-Όχι, λέει ι ο Δίας. Το δικό μου τ’ όνομα θα δώσουμε. Γιατί εγώ του φύσηξα ζωή.

Έτσι, πιάστηκαν οι δύο θεοί, και τράβαγαν, ο ένας από δω ο άλλος από κει. Δεν έβρισκαν την άκρη Τότε σηκώνεται από τα χώματα η Γη, η Humus, και με το στόμα του Κρόνου, δικάζει, και δίνει τη λύση.

– Ούτε το δικό σου, ούτε το δικό σου. Το δικό μου όνομα θα λάβει, εδίκασε. Εσύ, Μέριμνα, που τό ‘πλασες, θα το δυναστεύεις και θα το κατέχεις σε όλη του τη ζωή. Εσύ, Δία, που τού ‘δωσεςζωή και γνώση, θα το οδηγάς και θα πλουταίνεις το μυαλό του. Για να σε δοξάζει, και να σε σέβεται. Κι όταν θα πεθαίνει, η πνοή του θα γυρίζει σε σένα. Το όνομα όμως θα το λάβει από μένα. Γιατί από δικά μου στοιχεία συντελέστηκε.. Και σαν στερέψει ο χρόνος που του ορίστηκε , πάλι σε μένα θα ξαναγυρίζει. Από μένα λοιπόν, τη Humus, θα το φωνάξουμε homo. Που πάει να ειπεί άνθρωπος.

. Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σαρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Ύπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει .

Ο δημώδης υποστασιακός τύπος, ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες. Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης. Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή.

Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημιά, στα άγρια μεσάνυχτα, στις από-γκρεμνες σπηλιές του τί είναι; και στις κώχες του τί πρέπει; Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας. Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνεικαι κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι ομορφη. Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κανένας.

Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κανένας. Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.






Καθότανε και κοίταζε ετούτον το θηριάνθρωπο, πού ‘χε στη μέση το κούτελο ένα μάτι σα μαύρο φεγγάρι σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν’ αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλα τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο- σαν είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σα νά ‘πινε το γάλα καρύδας, τότε…

Ε’ τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά ‘χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε σα βουρλισμένα κρόταλα.

– Τωώρα… βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει.Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.
Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες! τραύλισε.
Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό ‘καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού; Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.

– Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή, και φημισμένο στο ντουνιά.

Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας. Ετότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού ‘ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θά ‘λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα .

Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοϊ-σμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.

– Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Πού ‘σαι και τσιρβελής.
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.

– Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι σύντροφοι.

Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την παραυτίδα του.

– Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά ‘χες ένα όνομα της προκοπής.

Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο σύντροφοι. Δύο βραδυές τέσσερες σύντροφοι. Τρεις βραδυές έξι σύντροφοι

Τότες ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η Αθηνά. Ο καιρός, με την έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν την αφήκεις και προσπεράσει.

Κουβαλάει το δυνατό κρασί από τα ασκιά μεθάει κουνουπίδιτον Κύκλωπα- περιμένει να βουλιάξει στον υδράργυρο του ύπνου-ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του παλουκιού τιπαλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι- και ύστερα το καίει στη φωτιά.Κι όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει, σα νακατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξερριζωμένα και χαλικω-σιές,του το μπήγει στο μάτι μ’ ένα ουααά! που το παλούκι έφτασε ως το μυαλό. Έτσι έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό.

Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια μακρυά, καβάλα στο καράβι του, σα νά ‘τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης, γυρίζει και κοιτάει στο νησί. Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές ,ποιος σου πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένατό ‘χες και κείνο όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιος- τουΛαέρτη. Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας.

 Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια. Είτε στο ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι βέβαια του Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο ορισμός της μοίρας μας.

Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμα στοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη δέσουμε δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας. Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας.

Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη, που μας τη φόρτωσαν οι θεοί, ο Δίας η Μέριμνα η Γη, φενάκη και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και χάρισμα το πολύτιμο νόημα της ίδιας της ζωής μας αν φτάσουμε να πληρώσουμε το ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης μοίρας μας αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο, από τη φλογέρα του βοσκού στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflote), από το Man στην Existenz, από το Ουτις στο Οδυσσέας αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας αν περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι κοιμισμένοι και νεκροί που σαλαγιούνται σαν πρόβατα στο Γιοφύρι της Λόντρας ή στην οδό Πανεπιστημίου, τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα.



Γκέμμα" , Δημήτρης Λιαντίνης


Μυσταγωγία- Μυθαγωγία