Εικόνα: Αναπαράσταση των πολεμιστών του Ριάτσε * όπως ήταν στην αρχαιότητα.
Τι είναι η Γλυπτική; O Μιχαήλ Άγγελος πίστευε ότι είναι η διαδικασία της αφαίρεσης του περιττού υλικού, ώσπου ν’ απελευθερωθεί η Μορφή από την Ύλη όπου βρίσκεται φυλακισμένη. Μπορεί επίσης να είναι ένα απέραντο σκουπιδαριό, για το οποίο κάποιοι πείθουν τους υπόλοιπους ότι είναι κάτι αλλιώτικο απ’ αυτό που στην πραγματικότητα είναι.
Όταν η Τέχνη παύει να είναι αναγνωρίσιμη, όταν η Τέχνη χρειάζεται επεξηγήσεις, να αμφιβάλλεις εάν πρόκειται για Τέχνη.
Σύμφωνα με τον Νεο Πλατωνικό Πορφύριο ( 234 - 305 μ.χ ) μαθητής του Πλωτίνου), Ἄγαλμα σημαίνει «πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται», δηλαδή, καθετί με το οποίο κανείς αγάλλεται, γεμίζει από χαρά και θαυμασμό! α αγάλματα, ιδίως αυτά των Θεών, αποτυπώνουν μια ξεχασμένη σήμερα σε μας Μυστηριακή «Γλώσσα του Σώματος»..
Ο Πορφύριος μας αποκαλύπτει, πως στην αρχαιότητα για κάποιον που γνώριζε τα μυστικά της αγαλματικής «απεικόνισης», υπήρχε η δυνατότητα να αντλήσει μυστηριακές γνώσεις και πληροφορίες υψίστης σημασίας. Το άγαλμα, ως τρισδιάστατο δημιούργημα, ήταν κάτι που μιλούσε άμεσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, προκαλώντας αυτή την ιδιαίτερη ψυχική φόρτιση που ονομάζουμε αγαλλίαση.
Ο Πορφύριος μας αποκαλύπτει πως σύμφωνα με την απόκρυφη τέχνη, ειδικά τα αγάλματα, των Θεών, αποτύπωναν μια ξεχασμένη σήμερα σε μας Μυστηριακή «Γλώσσα του Σώματος».
«Όσοι αποδίδουν τον πρέποντα σεβασμό στους Θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο Θεός βρίσκεται στο ξύλο ή στον λίθο ή στον χαλκό από τον οποίο κατασκευάζεται το ομοίωμά τους, ούτε θεωρούν ότι αν άκρωτηριασθεί ένα μέρος τού άγάλματος μειώνεται η δύναμη του Θεού.
Τα ομοιώματα και οι ναοί ιδρύθηκαν από τους προγόνους μας για την διαρκή ύπενθύμιση της υπάρξεως των Θεών• για να παρέχουν την δυνατότητα σε όσους φοιτούν εκεί να ανάγονται στην έννοια του Θεού με συστηματική εργασία και καθαρό βίο και σε όσους προσέρχονται εκεί, να μπορούν να απευθυνθούν στον Θεό με προσευχές και ικεσίες, ζητώντας από αυτόν ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη.
Και πραγματικά, εάν κανείς φτιάξει την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει βεβαίως ότι ο φίλος του βρίσκεται μέσα στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματός του έχουν εγκλεισθεί μέσα στη ζωγραφιά, αλλά θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει την τιμή που αποδίδει στον φίλο του.
Όσον αφορά δε τις θυσίες που προσφέρονται στους Θεούς, αυτές περισσότερο αποτελοΰν δείγμα της διαθέσεως των θρησκευόντων και εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς τους Θεούς, παρά απονομή τιμής σε αυτούς.»
Όταν η Τέχνη παύει να είναι αναγνωρίσιμη, όταν η Τέχνη χρειάζεται επεξηγήσεις, να αμφιβάλλεις εάν πρόκειται για Τέχνη.
Σύμφωνα με τον Νεο Πλατωνικό Πορφύριο ( 234 - 305 μ.χ ) μαθητής του Πλωτίνου), Ἄγαλμα σημαίνει «πᾶν ἐφ’ ᾧ τις ἀγάλλεται», δηλαδή, καθετί με το οποίο κανείς αγάλλεται, γεμίζει από χαρά και θαυμασμό! α αγάλματα, ιδίως αυτά των Θεών, αποτυπώνουν μια ξεχασμένη σήμερα σε μας Μυστηριακή «Γλώσσα του Σώματος»..
Ο Πορφύριος μας αποκαλύπτει, πως στην αρχαιότητα για κάποιον που γνώριζε τα μυστικά της αγαλματικής «απεικόνισης», υπήρχε η δυνατότητα να αντλήσει μυστηριακές γνώσεις και πληροφορίες υψίστης σημασίας. Το άγαλμα, ως τρισδιάστατο δημιούργημα, ήταν κάτι που μιλούσε άμεσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, προκαλώντας αυτή την ιδιαίτερη ψυχική φόρτιση που ονομάζουμε αγαλλίαση.
Ο Πορφύριος μας αποκαλύπτει πως σύμφωνα με την απόκρυφη τέχνη, ειδικά τα αγάλματα, των Θεών, αποτύπωναν μια ξεχασμένη σήμερα σε μας Μυστηριακή «Γλώσσα του Σώματος».
«Όσοι αποδίδουν τον πρέποντα σεβασμό στους Θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο Θεός βρίσκεται στο ξύλο ή στον λίθο ή στον χαλκό από τον οποίο κατασκευάζεται το ομοίωμά τους, ούτε θεωρούν ότι αν άκρωτηριασθεί ένα μέρος τού άγάλματος μειώνεται η δύναμη του Θεού.
Τα ομοιώματα και οι ναοί ιδρύθηκαν από τους προγόνους μας για την διαρκή ύπενθύμιση της υπάρξεως των Θεών• για να παρέχουν την δυνατότητα σε όσους φοιτούν εκεί να ανάγονται στην έννοια του Θεού με συστηματική εργασία και καθαρό βίο και σε όσους προσέρχονται εκεί, να μπορούν να απευθυνθούν στον Θεό με προσευχές και ικεσίες, ζητώντας από αυτόν ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη.
Και πραγματικά, εάν κανείς φτιάξει την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει βεβαίως ότι ο φίλος του βρίσκεται μέσα στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματός του έχουν εγκλεισθεί μέσα στη ζωγραφιά, αλλά θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει την τιμή που αποδίδει στον φίλο του.
Όσον αφορά δε τις θυσίες που προσφέρονται στους Θεούς, αυτές περισσότερο αποτελοΰν δείγμα της διαθέσεως των θρησκευόντων και εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς τους Θεούς, παρά απονομή τιμής σε αυτούς.»
Πορφύριος, περί αγαλμάτων, εκδόσεις Ηλιοδρόμιον.
Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται κατανοητό για ποιό λόγο στην αρχαία Ελλάδα, όταν οι γυναίκες ήταν σε ΕνΔίαφέρουσα, αφιέρωναν το παιδί που κυοφορούσαν στον θεό Απόλλωνα, ώστε καθώς εκείνες σκέπτονταν, έβλεπαν (στα αγάλματα) και φαντάζονταν τις γνωστές αρετές του θεού: το Φως, την Αρμονία, την Μουσικότητα και την Ομορφιά της Ψυχής του, τις ίδιες αρετές να εντυπώσουν, με την θαυμαστή μορφοποιητική τους ιδιότητα, στο παιδί τους .
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής γράφει: «Κατά την φαντασίαν της γυναικός, κατά την σύλληψιν μορφούνται τα βρέφη. Πολλές φορές γυναίκες ερωτεύθηκαν περικαλή αγάλματα ηρώων ή θεών και όμοια μ’ αυτούς παιδιά έφεραν στον κόσμο».
«Κατά την συμπάθεια της εγκύου γυναικός μορφούνται τα βρέφη», διδάσκουν επίσης οι στωικοί.
Ο δε Σωρανός (Β’ αιώνας μ.Χ.) αναφέρει ότι «ο τύραννος των Κυπρίων, που ήταν κακόμορφος, ανάγκαζε την γυναίκα του κατά τους πλησιασμούς», να βλέπει «περικαλή αγάλματα» κι έγινε έτσι πατέρας ευμόρφων τέκνων.
Για αυτό τον λόγο ίσως ήταν έθιμο οι σε «εν Δία φέρουσα γυναίκες» να επισκέπτονται τον Παρθενώνα και να θαυμάζουν τα περικαλή αγάλματα του Φειδία, ώστε το «κάλλος και η αρετή των θεών» να εμπνεύσει την «μορφοποιητική» γυναικεία ιδιότητα!
Αυτός ήταν γενικότερα ο λόγος, για τον οποίο στην Αρχαία Ελλάδα οι Ελληνίδες αφιέρωναν, όπως είπαμε, το κυοφορούμενο παιδί τους στον θεό Απόλλωνα, που εκπροσωπούσε σοφία, ομορφιά, αρμονία και όλες τις ανθρώπινες αρετές – αποτελούσε ένα πρότυπο ανώτερου ανθρώπου για τους πολίτες– ώστε σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, με το οποίο ταύτιζε το παιδί της η Ελληνίδα, να το διαπλάσει με όμορφο σώμα και ψυχή
* Οι πολεμιστές του Ριάτσε είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης μπρούντζινα αγάλματα του αυστηρού ρυθμού τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.
Βρέθηκαν στο βυθό της θάλασσας ανοικτά του Ριάτσε και φιλοξενούνται στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια με αριθμό καταλόγου 12801 και 12802, που έγιναν σήμα κατατεθέν της πόλης αυτής.
Τα αγάλματα είναι χυτά με την τεχνική του χαμένου κεριού. Προέρχονται από Αθηναϊκό εργαστήριο του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ η προέλευση του μετάλλου είναι από το Άργος. Εκτός από χαλκό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα υλικά: άργυρος για τα δόντια, ελεφαντόδοντο για τις κόρες των οφθαλμών, και ψήγματα για τα χείλη και τις θηλές.
Παρά τις ομοιότητες, η μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αγαλμάτων, που αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Οι λεπτομέρειες του σώματος αποδίδονται λεπτομερώς με κάθε λεπτομέρεια, στους μύες, τις φλέβες, και όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ανατομίας.
Τα δύο αγάλματα που ονομάζονται «ηλικιωμένος» και «έφηβος» ή «Α» και «Β» έχουν και ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα, πολύ υψηλά για την εποχή τους. Ζυγίζουν 400 kg το ένα. Η κοντραπόστο στάση του σώματος υποδεικνύει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί, δόρυ ή σφενδόνα στο δεξί.
Ο ηλικιωμένος φοράει ταινία στα μαλλιά, ενώ ο έφηβος φοράει κράνος στο κεφάλι.
Τα δύο αγάλματα αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Ο έφηβος χρονολογείται στο 460 π.Χ. και ο ηλικιωμένος στο 430 π.Χ. Ο πρώτος είναι αυστηρού ρυθμού και ο δεύτερος κλασσικού ρυθμού. Αποδίδονται στην σχολή του Πολύκλειτου, ενώ μπορεί και να είναι έργο του Φειδία ή του εργαστηρίου του.
Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται κατανοητό για ποιό λόγο στην αρχαία Ελλάδα, όταν οι γυναίκες ήταν σε ΕνΔίαφέρουσα, αφιέρωναν το παιδί που κυοφορούσαν στον θεό Απόλλωνα, ώστε καθώς εκείνες σκέπτονταν, έβλεπαν (στα αγάλματα) και φαντάζονταν τις γνωστές αρετές του θεού: το Φως, την Αρμονία, την Μουσικότητα και την Ομορφιά της Ψυχής του, τις ίδιες αρετές να εντυπώσουν, με την θαυμαστή μορφοποιητική τους ιδιότητα, στο παιδί τους .
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής γράφει: «Κατά την φαντασίαν της γυναικός, κατά την σύλληψιν μορφούνται τα βρέφη. Πολλές φορές γυναίκες ερωτεύθηκαν περικαλή αγάλματα ηρώων ή θεών και όμοια μ’ αυτούς παιδιά έφεραν στον κόσμο».
«Κατά την συμπάθεια της εγκύου γυναικός μορφούνται τα βρέφη», διδάσκουν επίσης οι στωικοί.
Ο δε Σωρανός (Β’ αιώνας μ.Χ.) αναφέρει ότι «ο τύραννος των Κυπρίων, που ήταν κακόμορφος, ανάγκαζε την γυναίκα του κατά τους πλησιασμούς», να βλέπει «περικαλή αγάλματα» κι έγινε έτσι πατέρας ευμόρφων τέκνων.
Για αυτό τον λόγο ίσως ήταν έθιμο οι σε «εν Δία φέρουσα γυναίκες» να επισκέπτονται τον Παρθενώνα και να θαυμάζουν τα περικαλή αγάλματα του Φειδία, ώστε το «κάλλος και η αρετή των θεών» να εμπνεύσει την «μορφοποιητική» γυναικεία ιδιότητα!
Αυτός ήταν γενικότερα ο λόγος, για τον οποίο στην Αρχαία Ελλάδα οι Ελληνίδες αφιέρωναν, όπως είπαμε, το κυοφορούμενο παιδί τους στον θεό Απόλλωνα, που εκπροσωπούσε σοφία, ομορφιά, αρμονία και όλες τις ανθρώπινες αρετές – αποτελούσε ένα πρότυπο ανώτερου ανθρώπου για τους πολίτες– ώστε σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, με το οποίο ταύτιζε το παιδί της η Ελληνίδα, να το διαπλάσει με όμορφο σώμα και ψυχή
* Οι πολεμιστές του Ριάτσε είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης μπρούντζινα αγάλματα του αυστηρού ρυθμού τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.
Βρέθηκαν στο βυθό της θάλασσας ανοικτά του Ριάτσε και φιλοξενούνται στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια με αριθμό καταλόγου 12801 και 12802, που έγιναν σήμα κατατεθέν της πόλης αυτής.
Τα αγάλματα είναι χυτά με την τεχνική του χαμένου κεριού. Προέρχονται από Αθηναϊκό εργαστήριο του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ η προέλευση του μετάλλου είναι από το Άργος. Εκτός από χαλκό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα υλικά: άργυρος για τα δόντια, ελεφαντόδοντο για τις κόρες των οφθαλμών, και ψήγματα για τα χείλη και τις θηλές.
Παρά τις ομοιότητες, η μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αγαλμάτων, που αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Οι λεπτομέρειες του σώματος αποδίδονται λεπτομερώς με κάθε λεπτομέρεια, στους μύες, τις φλέβες, και όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ανατομίας.
Τα δύο αγάλματα που ονομάζονται «ηλικιωμένος» και «έφηβος» ή «Α» και «Β» έχουν και ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα, πολύ υψηλά για την εποχή τους. Ζυγίζουν 400 kg το ένα. Η κοντραπόστο στάση του σώματος υποδεικνύει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί, δόρυ ή σφενδόνα στο δεξί.
Ο ηλικιωμένος φοράει ταινία στα μαλλιά, ενώ ο έφηβος φοράει κράνος στο κεφάλι.
Τα δύο αγάλματα αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Ο έφηβος χρονολογείται στο 460 π.Χ. και ο ηλικιωμένος στο 430 π.Χ. Ο πρώτος είναι αυστηρού ρυθμού και ο δεύτερος κλασσικού ρυθμού. Αποδίδονται στην σχολή του Πολύκλειτου, ενώ μπορεί και να είναι έργο του Φειδία ή του εργαστηρίου του.