κανένα όμως δεν έχει τα φερσίματα του ανθρώπου το να’ σαι άνθρωπος είναι το πιο απλησίαστο απ’ όλα.
Και παίρνει το δρόμο της θάλασσας που αφρίζει ασημένια στον χειμωνιάτικο νοτιά
κι ανοίγεται πέρα μακριά μέσα από τα βουνά και τις χαράδρες των κυμάτων…
Και τη θεά την υπέρτατη την άφθαρτη την ακούραστη Γη
την καταπονάει με τ’ αλέτρι χρόνο το χρόνο, πάνω κάτω την αυλακώνει και τη σκάβει με ζωντανά που κρατάνε από τ’ άλογο.
Και τα σμάρια των πουλιών πού πετάνε ελαφρά και των ανήμερων των αγριμιών τους κόσμους
και τα θρέμματα των θαλασσινών νερών όλα ξέρει ο τετραπέρατος ο άνθρωπος
να τα τυλίγει με μια κλωστή πού την πλέκει σε δίχτυ και το ερημικό αγρίμι των βουνών το νικάει με δόλο και ολόγυρα ξέρει να βάζει ζυγό στον πυκνόμαλλο λαιμό του αλόγου και στον βουνίσιο ακάματο ταύρο.
Βρήκε στα βάθη του γλώσσα με λέξεις σκέψη ανεμόδαρτη
και ορμέμφυτα νόμων πού δημιουργούν πολιτείες βρήκε τον εαυτό του με το μόχθο του
ο άνθρωπος δίδαξε στον εαυτό του τον άνθρωπο και τα βέλη της άγριας παγωνιάς πού του στέλνει ο καιρός και τις σαΐτες της πυκνής βροχής να γλιτώνει.
Σε όλα βρίσκει μιαν έξοδο το αύριο δεν είναι γι’ αυτόν αδιέξοδο
μόνο απ’ τον Άδη δεν έχει τρόπο να ξεφύγει κι ας έχει κατορθώσει να ξεγλιστράει από αρρώστιες αγιάτρευτες.
Κι ενώ έχει την εξυπνάδα να μηχανεύεται τέχνες που δεν μπορούσε καν να ελπίζει
πότε στρίβει στο κακό άλλοτε πάλι στο αγαθό.
Όταν σέβεται τους νόμους της γης και τ’ ορκισμένο δίκιο στους θεούς
υψώνεται πάνω από την πόλη δεν έχει πόλη όποιος μολυνθεί με το θράσος να μη διαλέγει το καλό
Ποτέ του να μην έχει θέση μες στο σπίτι μου
κι η γνώση του ποτέ να μη φυτρώσει στις βραγιές της γνώσης μου
όποιος κι αν είναι αυτός που κάνει τέτοια έργα».
Απόσπασμα του Χορού για τον άνθρωπο από την ΑΝΤΙΓΟΝΗ-ΣΟΦΟΚΛΗ