«Άριστη δημοκρατία είναι εκείνη στην οποία όλοι φοβούνται τον νόμο όπως τον τύραννο». Αυτή την αρχή διατύπωσε ο Βίας ο Πριηνεύς, ένας από τους επτά σοφούς, γύρω στο 600 π.Κ.Χ. Και πάνω σε αυτή την αρχή θεμελιώθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία, αυτή ενδυνάμωσε τους γενναίους εκείνους πολεμιστές που ανέκοψαν τους «ανίκητους» Πέρσες στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Αυτούς που, όπως είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη «όταν πολεμούν ένας προς έναν είναι το ίδιο γενναίοι όπως ο καθένας, αλλά όλοι μαζί είναι οι καλύτεροι πολεμιστές του κόσμου. Είναι ελεύθεροι, αλλά όχι τελείως ελεύθεροι· δυνάστης τους είναι ο Νόμος, τον οποίο φοβούνται πολύ περισσότερο απ’ όσο φοβούνται εσένα οι άνδρες σου»
Ωραίο ακούγεται, αλλά πόσοι από εμάς θα υπερασπιζόμασταν αυτή την αρχή με κάθε κόστος;
Ο φιλόσοφος της δικαιοσύνης
Ο Σωκράτης κατέβαλε το υψηλότερο τίμημα που διαθέτει κάποιος προκειμένου να μείνει συνεπής σε αυτό που δίδασκε σε όλη του τη ζωή, πως δεν πρέπει κανείς να γίνεται άδικος για κανέναν λόγο και με κανέναν τρόπο! Ακόμα και όταν ο ίδιος αδικείται. Διότι καμία αρετή δεν έχει αξία αν δεν φωτίζεται από τη δικαιοσύνη. Η ανδρεία είναι μεγάλη αρετή, αλλά για φανταστείτε, τι είδους άνθρωπος θα ήταν ένας γενναίος που χρησιμοποιεί την αρετή του για να αδικεί τους άλλους;
Πάνω απ’ όλα η δικαιοσύνη, λοιπόν, αλλά τι είναι δίκαιο; Αυτό τον ρώτησε μια μέρα ο διάσημος σοφιστής Ιππίας, και ο Σωκράτης απάντησε «ό, τι είναι νόμιμο και είναι δίκαιο». Οι πολίτες έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους να τηρούν κάποιους κανόνες, να πράττουν ορισμένα πράγματα και να μην πράττουν κάποια άλλα. Όποιος τηρεί τις συμφωνίες του είναι έντιμος και όποιος ζει σύμφωνα με αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο που με τη θέλησή του αποδέχτηκε, αυτός είναι νόμιμος και δίκαιος. Όποιος δεν τηρεί τη συμφωνία είναι παράνομος και άδικος. Αυτά είπε ο Σωκράτης και ο Ιππίας δεν έχασε ευκαιρία να παρουσιάσει το επιχείρημά του, ένα επιχείρημα πολύ διαδεδομένο στον κύκλο των σοφιστών: «Πώς μπορούμε να θεωρήσουμε σπουδαίο πράγμα τους νόμους και την υπακοή σε αυτούς, την ώρα που ακόμα κι εκείνοι που τους θεσπίζουν τους αναθεωρούν κάθε τόσο και τους αλλάζουν;»
«Μήπως και στον πόλεμο που πηγαίνουμε δεν υπηρετούμε μία κατάσταση που σε λίγο θα αλλάξει, όταν έρθει η ειρήνη;», του απαντά ο Σωκράτης, εξηγώντας πως η προσωρινότητα μίας συμφωνίας δεν δικαιολογεί την απαξίωσή της, κι ούτε μπορούμε να κατηγορήσουμε τον πολεμιστή που μάχεται για την πατρίδα του, επειδή μετά από λίγο θα γίνει ειρήνη. Οι νόμοι, ισχυρίζεται ο Σωκράτης, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίζεται η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών. Αυτή η αρμονία, η ομόνοια ανάμεσα στους πολίτες, είναι συνθήκη απαραίτητη για την ευτυχία και την ευημερία τους.
Χωρίς αμφιβολία, ο Σωκράτης δεν ήταν μόνο λόγια· τήρησε με ευλάβεια τους νόμους της πατρίδας του σε κάθε περίπτωση. Και στην ιδιωτική του ζωή τηρούσε τους κανόνες και στη δημόσια ζωή υπάκουε στις Αρχές και στους νόμους, τόσο όταν ήταν μέσα στην πόλη όσο και όταν βρισκόταν σε εκστρατεία εκπληρώνοντας τα καθήκοντά του. Σε μία περίπτωση μάλιστα, όταν υπηρετούσε ως επιστάτης στην Εκκλησία του Δήμου, απέτρεψε τους συμπολίτες του να λάβουν μία απόφαση που παρέβαινε κάποιον νόμο. Ακόμα και την εποχή που κυβερνούσαν οι Τριάκοντα Τύραννοι, εκείνος δεν υπάκουσε σε μία εντολή που του δόθηκε, επειδή ήταν αντίθετη στους νόμους. Είναι πραγματικά απίστευτο πώς ο πιο νομοταγής Αθηναίος πολίτης κατέληξε στη φυλακή καταδικασμένος σε θάνατο!
Όταν ο νόμος αδικεί
Η κατηγορία ήταν πως ο Σωκράτης δεν σέβεται τους θεούς της πόλης εισάγοντας νέες θεότητες και πως διαφθείρει τους νέους. Η παράξενη αυτή κατηγορία έχει βαθιά πολιτικά κίνητρα, αλλά δεν είναι του παρόντος να την αναλύσουμε. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το πώς χειρίστηκε ο Σωκράτης μία νόμιμη απόφαση δικαστηρίου εναντίον του, που όπως αποδείχτηκε περίτρανα ήταν εντελώς άδικη (δείτε εδώ την σύγχρονη δίκη του Σωκράτη). Εκεί στο κελί του, περιμένοντας την ώρα που θα του έφερναν να πιει το κώνειο, εξακολουθούσε άραγε να πιστεύει πως κάποιος πρέπει να τηρεί τους νόμους ακόμα και αν τον αδικούν, ακόμα και αν τον σκοτώνουν χωρίς να έχει παρανομήσει σε τίποτα;
Ο Σωκράτης είχε την ευκαιρία να ξεφύγει από την άδικη μοίρα που του επεφύλαξαν κάποιοι συμπολίτες του. Μπορούσε να εμφανιστεί στη δίκη του πιο διαλλακτικός, να κολακέψει και να συγκινήσει τους δικαστές του, όπως άλλωστε συνήθιζαν και συνηθίζουν οι κατηγορούμενοι. Τότε ήταν ακόμα πιο εύκολο, διότι δεν υπήρχαν επαγγελματίες δικαστές. Οι δίκες διεξάγονταν σε λαϊκά δικαστήρια από πολίτες. Μπορούσε ακόμα (και αυτό θα ήταν καθ’ όλα νόμιμο) να προτείνει για τον εαυτό του μία ποινή, όπως ένα υψηλό πρόστιμο, το οποίο οι φίλοι του ήταν σε θέση να πληρώσουν. Δεν έκανε τίποτα από αυτά γιατί θα ήταν σαν να παραδεχόταν την ενοχή του, οπότε θα εξαπατούσε τους συμπολίτες του και η εξαπάτηση είναι αδικία. Μετά την καταδίκη του, οι φίλοι του άσκησαν όση πίεση μπορούσαν για να τον πείσουν να δραπετεύσει. Είχαν καταστρώσει σχέδιο διαφυγής και είχαν διασφαλίσει την διαμονή του εκτός Αθηνών, κοντά σε ανθρώπους που τον θαύμαζαν και τον αγαπούσαν. Ο Σωκράτης προτίμησε να πεθάνει, όπως όρισε ο νόμος. Γιατί;
Γιατί ανέχτηκε ο Σωκράτης την αδικία;
Συντετριμμένος ο φίλος του ο Κρίτων των ικετεύει να ακολουθήσει το σχέδιο και να δραπετεύσει. «Θα λένε πως πιο πολύ υπολόγισα τα χρήματα από τη ζωή του φίλου μου, κι ενώ μπορούσα να σε σώσω σε άφησα να πεθάνεις. Γιατί κανείς δεν θα πιστέψει πως μόνος σου αποφάσισες να μείνεις και να πεθάνεις», του λέει με πόνο. «Και τι μας νοιάζει εμάς, ευλογημένε Κρίτωνα, αυτό που νοιάζει τους πολλούς; Αφού οι αξιόλογοι, για τους οποίους πρέπει να νοιαζόμαστε, θα σκεφτούν πως όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έπρεπε», απάντησε ο Σωκράτης.
Ο Κρίτων επιμένει και τον πιέζει. Όλοι οι φίλοι είναι αποφασισμένοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα προκειμένου να τον σώσουν, του λέει. Του λέει να σκεφτεί τα παιδιά του που θα μείνουν ορφανά, τους φίλους του που όλοι θα τους κατηγορούν πως ήταν δειλοί και τον άφησαν να πεθάνει. Αλλά κι ο Σωκράτης επιμένει: «Δεν μπορώ να αρνηθώ τώρα εκείνα που έλεγα πριν, επειδή μου ήρθαν έτσι τα πράγματα… και δεν θα επιτρέψω ούτε σε σένα ούτε σε κανέναν να τρομοκρατηθεί από τη δύναμη του πλήθους λες κι είμαστε παιδάκια…». Ο Σωκράτης δεν πρόκειται να δραπετεύσει διότι αυτό που στ’ αλήθεια τον νοιάζει δεν είναι να παραμείνει ζωντανός, αλλά να ζήσει με αξιοσύνη. Και καθώς ετοιμάζεται για το τέλος της άξιας ζωής του, δίνει ένα τελευταίο μάθημα στον αγαπημένο του φίλο, λέγοντας τα εξής:
Ας υποθέσουμε ότι ενώ είμαστε έτοιμοι να αποδράσουμε, κι έρθουν εδώ οι νόμοι και οι Αρχές της πόλης και μας ρωτήσουν: «Για πες μας Σωκράτη, τι σκοπεύεις να κάνεις; Μήπως με αυτή σου την ενέργεια οδηγήσεις στην καταστροφή κι εμάς τους νόμους και ολόκληρη την πόλη; Ή μήπως νομίζεις ότι μπορεί να διατηρηθεί το πολίτευμα και να μην ανατραπεί όταν οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν εκτελούνται, αφού οι πολίτες τις καταργούν;» Τι θα πούμε εμείς; Ότι μας αδίκησε η πόλη και δεν έκρινε σωστά την υπόθεσή μας; Αν το πούμε αυτό, τότε οι νόμοι θα ρωτήσουν «Αυτά συμφωνήσαμε μεταξύ μας, Σωκράτη;
Ή μήπως είσαι τέτοιος σοφός που σου διέφυγε πως από τον πατέρα και την μητέρα και από όλους τους άλλους προγόνους, το τιμιότερο είναι η πατρίδα και το πιο αξιοσέβαστο και το αγιότερο, και τη θεωρούν πιο σημαντική και οι θεοί και όσοι άνθρωποι έχουν μυαλό; Και ό, τι σε προστάζει η πατρίδα πρέπει να κάνεις είτε είναι στον πόλεμο είτε στο δικαστήριο, εκτός και αν την πείσεις για το αντίθετο με τον τρόπο που ορίζει η δικαιοσύνη.
Γιατί εμείς, αφού σε γεννήσαμε, σε αναθρέψαμε, σε μορφώσαμε και μεταδώσαμε όσα καλά μπορούσαμε σε σένα και σε κάθε πολίτη, δώσαμε ωστόσο εκ των προτέρων το δικαίωμα σε όποιον Αθηναίο επιθυμεί, αφού πρώτα περάσει τη δοκιμασία και ενημερωθεί για το πολίτευμα και για εμάς τους νόμους, αν δεν του αρέσουμε, να πάρει πράγματά του και να πάει όπου θέλει, και κανένας από εμάς τους νόμους δεν εμποδίζει ούτε απαγορεύει σε κάποιον να εγκατασταθεί σε κάποια αποικία ή κάπου αλλού.
Όποιος όμως παραμένει, σημαίνει πως συμφωνεί με τον τρόπο διοίκησης και διεξαγωγής των δικών και οφείλει να υπακούει σε όσα προστάζουμε. Εκείνος που δεν υπακούει διαπράττει τρία αδικήματα:
Πρώτον, αδικεί αυτούς που τον γέννησαν και τον ανέθρεψαν.
Δεύτερον, ενώ συμφώνησε να υπακούει στις εντολές μας, παραβαίνει τη συμφωνία.
Τρίτον, όχι μόνο δεν μας υπακούει, αλλά δεν κάνει και τίποτα για να μας πείσει πως έχουμε άδικο, ενώ του δίνουμε αυτό το δικαίωμα.
Αυτές οι κατηγορίες θα σε βαραίνουν, Σωκράτη, αν πράξεις αυτό που σκέφτεσαι, κι εσένα μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλον Αθηναίο. Διότι εσύ τόσο πολύ αγάπησες αυτή την πόλη που ποτέ δεν την βγήκες από αυτήν, εκτός από μία φορά που πήγες στον Ισθμό για τις γιορτές, κι όποτε χρειάστηκε να πολεμήσεις. Τόσο πολύ αγάπησες εμάς και την πόλη που και τα παιδιά σου εδώ επέλεξες να τα γεννήσεις. Ύστερα, θα μπορούσες να επιλέξεις ως ποινή την εξορία, αλλά ούτε αυτό έκανες. Εσύ, λοιπόν που επί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια δεν αμφισβήτησες ποτέ την ορθότητά μας και τήρησες τη συμφωνία μας· εσύ που ταξίδεψες εκτός πόλης λιγότερο απ’ ότι οι κουτσοί, οι τυφλοί και οι άλλοι ανάπηροι, δεν θα τηρήσεις τη συμφωνία μας; Θα συμφωνήσεις μαζί μας Σωκράτη, και δεν θα γίνεις περίγελως εγκαταλείποντας την πόλη.»
Ο Κρίτων σώπασε, ο Σωκράτης τήρησε το συμβόλαιο που είχε συνάψει με την Αθήνα που λάτρεψε, και πέθανε ήσυχα πίνοντας το κώνειο. Φεύγοντας με αυτόν τον τρόπο από τη ζωή, απέδειξε πως όταν έλεγε «οὐδαμῶς δεῖ ἀδικεῖν» και πως το μέλημά του δεν είναι το «ζεῖν», αλλά το «εὖ ζεῖν», εννοούσε κάθε λέξη. Και για τον Σωκράτη η ζωή έχει νόημα αν υπηρετεί το δίκαιο, που όπως συνομολογούν τα μέλη κάθε δημοκρατικής κοινωνίας είναι το νόμιμο.
ΠΗΓΗ grethexis.com