Μαρίας Μαντουβάλου Ἀναπληρώτριας Καθηγήτριας Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Μακροχρόνια εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τῶν ἐρευνητῶν τῆς προϊστορικῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ξένων καὶ Ἑλλήνων, εὐτυχῶς στοὺς τελευταίους ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, νὰ ἰσχυρίζoνται τὴν προέλευση ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη ἰνδοευρωπαϊκὴ καὶ ἄλλες ξένες, ἀνύπαρκτες ἐπίσης, γλῶσσες, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς π.χ. καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας ἀποφαίνεται μὲ βεβαιότητα: «Τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. ὁ πρωτοελληνικὸς λαὸς μπῆκε στὴ λεκάνη τοῦ Αἰγαίου, καὶ σιγά σιγὰ ἡ γλῶσσα του ἐξαπλώθηκε ἀνάμεσα στοὺς Πελασγούς, στοὺς Κᾶρες καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὁ Ἡρόδοτος χαρακτηρίζει τοὺς Ἀθηναίους σὰν ἐξελληνισμένους Πελασγούς, δηλαδὴ τῶν προγόνων τους ἡ γλῶσσα ἦταν τὰ πελασγικά», καὶ ὁ ἴδιος ἱστορεῖ πώς «οἱ Ἕλληνες ἱδρυτὲς τῆς Μιλήτου δὲν ἔφεραν μαζί τους δικές τους γυναῖκες, ἀλλὰ παντρεύτηκαν γυναῖκες τῆς Καρίας.
Ἔτσι, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες γλῶσσες, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστες [ὑπογραμμίζω ἐγώ]. Σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο πρέπει [!] νὰ ὀφείλεται ἡ ἁπλοποίηση τοῦ φωνητικοῦ συστήματος τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς κοινῆς [ὑπογραμμίζω ἐγώ], δηλαδὴ τῶν φωνηέντων, τῶν συμφώνων καὶ τοῦ μελωδικοῦ τονισμοῦ» (1) καὶ συνεχίζει: «Στὴν πρωτοελληνικὴ ἐποχὴ τὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν διαφοροποιήθηκε […].
Ἡ ἁπλοποίηση τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν συμφώνων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χαθοῦν στὰ τέλη τῶν λέξεων τὰ σύμφωνα» (2). Δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1964, στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα Ἀρχαία καὶ Νέα» συνεχίζοντας τὰ «ἐπιχειρήματά του» πάνω σὲ «βεβαιότητες», ὅπως εἴδαμε, πού, ὡστόσο, τοῦ εἶναι ἄγνωστες, ὅπως λέει, καὶ πάνω σὲ δεοντολογίες ὑψηλῆς ἐπιστημονικῆς σαφήνειας, ποὺ καὶ αὐτὲς ἀνήκουν στὴ σφαῖρα τῆς δεοντολογίας, ἀφοῦ ὁ κ. Καθηγητὴς ἐπικαλεῖται τὸ «πρέπει νά», γιὰ νὰ θεμελιώσει πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ὑποκειμενικὸ πρέπει τὰ παραμύθια του γιὰ τὸ «ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν»(!!), ὅπως ἐπίσης εἴδαμε πιὸ πάνω.
Τώρα στὸ νέο του πόνημα ἀνενδοίαστα ἀποφαίνεται: «τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο κατάγεται ἀπὸ τὸ φοινικικό» (σελ. 65) καὶ «Οἱ Φοίνικες ἐφεῦραν τὸ πρῶτο φθογγογραφικὸ ἀλφάβητο» (σελ. 66). Δίνει μάλιστα καὶ τὴ γαργαλιστικὴ ἐξήγηση γιὰ τὸ καυτὸ θέμα τῆς ἔλλειψης φωνηέντων στὶς σημιτικὲς γλῶσσες, γράφοντας ὅτι «ὁ ἀναγνώστης τὰ συμπληρώνει εὔκολα τὰ φωνήεντα ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα» (σελ. 66), καὶ ἡ πρόθεσή του νὰ μᾶς κανοναρχεῖ μὲ τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο δὲν ἔχει τέλος· γράφει: «Στὸν δέκατο ἔνατο π.Χ. αἰῶνα οἱ Ἴωνες τῆς Μικρασίας δανείστηκαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες θαλασσοπόρους τὸ ἀλφάβητο καὶ τὸ τελειοποίησαν» (σελ. 66). Θὰ κλείσω ἐδῶ τὸν παραληρηματικὸ λόγο τοῦ Ἄγγλου παραμυθιογράφου. Τὸ 1851 ὁ Σκαρλᾶτος Δ. Βυζάντιος (1798 – 1878), σπουδαῖος κλασσικὸς φιλόλογος καὶ κυρίως λεξικογράφος, σημείωνε τὰ ἄφθονα λάθη στὰ λεξικὰ τῆς Ἑλληνικῆς τῶν Εὐρωπαίων λεξικογράφων, ὅπως π.χ. αὐτὰ ἀπαντοῦν ἀκόμη καὶ στὸ περίφημο λεξικὸ τοῦ Ἑρρίκου Στεφάνου, τὸν «Θησαυρό», παρατηρῶντας ὅτι στὸ δικό του Λεξικό (3) δὲν θὰ παραδεχθεῖ ἀβασάνιστα, οὔτε θὰ διστάσει, νὰ ἀπορρίψει πολλὰ ἐσφαλμένα καὶ παρατράγουδα τῶν ξένων σπουδαίων λεξικογράφων μὲ κύριο ἐφόδιό του τὴν πατρῴα φωνή, ποὺ ὁ Ἕλληνας ἀπὸ ἔνστικτο ἀκόμη ἀναγνωρίζει, ἐνῷ ὁ ξένος, παρὰ τὸν πλοῦτο τῶν Ἑλληνικῶν χειρογράφων ποὺ κατέχει, στερεῖται τῆς δυνατότητας νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ κίβδηλον ἢ ἀκίβδηλον τῶν ἀρχαίων φωνῶν, καὶ φέρνει μεταξὺ πολλῶν ἄλλων τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα: «Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει (Ὁμιλ. Δ΄ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τόμ. Δ΄, 624, 25): Μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθαι, ὡς ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία» καὶ διερωτᾶται ὁ Βυζάντιος: «ποιὸς ἀπὸ μᾶς δὲν καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι τὸ κορακιστὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὰ κοινῶς σὲ μᾶς γνωστὰ κορακιστικά»; Ἀλλὰ ὁ πολὺς Seager, ἀγνοῶν τὴ σημερινὴ τῶν Ἑλλήνων γλῶσσα, ἀρκέσθηκε νὰ τὸ μεταφράσει lingua corvina [= γλῶσσα τοῦ κόρακα] καὶ τίποτα ἄλλο.
Μακροχρόνια εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τῶν ἐρευνητῶν τῆς προϊστορικῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ξένων καὶ Ἑλλήνων, εὐτυχῶς στοὺς τελευταίους ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, νὰ ἰσχυρίζoνται τὴν προέλευση ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη ἰνδοευρωπαϊκὴ καὶ ἄλλες ξένες, ἀνύπαρκτες ἐπίσης, γλῶσσες, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς π.χ. καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας ἀποφαίνεται μὲ βεβαιότητα: «Τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. ὁ πρωτοελληνικὸς λαὸς μπῆκε στὴ λεκάνη τοῦ Αἰγαίου, καὶ σιγά σιγὰ ἡ γλῶσσα του ἐξαπλώθηκε ἀνάμεσα στοὺς Πελασγούς, στοὺς Κᾶρες καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὁ Ἡρόδοτος χαρακτηρίζει τοὺς Ἀθηναίους σὰν ἐξελληνισμένους Πελασγούς, δηλαδὴ τῶν προγόνων τους ἡ γλῶσσα ἦταν τὰ πελασγικά», καὶ ὁ ἴδιος ἱστορεῖ πώς «οἱ Ἕλληνες ἱδρυτὲς τῆς Μιλήτου δὲν ἔφεραν μαζί τους δικές τους γυναῖκες, ἀλλὰ παντρεύτηκαν γυναῖκες τῆς Καρίας.
Ἔτσι, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες γλῶσσες, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστες [ὑπογραμμίζω ἐγώ]. Σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο πρέπει [!] νὰ ὀφείλεται ἡ ἁπλοποίηση τοῦ φωνητικοῦ συστήματος τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς κοινῆς [ὑπογραμμίζω ἐγώ], δηλαδὴ τῶν φωνηέντων, τῶν συμφώνων καὶ τοῦ μελωδικοῦ τονισμοῦ» (1) καὶ συνεχίζει: «Στὴν πρωτοελληνικὴ ἐποχὴ τὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν διαφοροποιήθηκε […].
Ἡ ἁπλοποίηση τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν συμφώνων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χαθοῦν στὰ τέλη τῶν λέξεων τὰ σύμφωνα» (2). Δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1964, στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα Ἀρχαία καὶ Νέα» συνεχίζοντας τὰ «ἐπιχειρήματά του» πάνω σὲ «βεβαιότητες», ὅπως εἴδαμε, πού, ὡστόσο, τοῦ εἶναι ἄγνωστες, ὅπως λέει, καὶ πάνω σὲ δεοντολογίες ὑψηλῆς ἐπιστημονικῆς σαφήνειας, ποὺ καὶ αὐτὲς ἀνήκουν στὴ σφαῖρα τῆς δεοντολογίας, ἀφοῦ ὁ κ. Καθηγητὴς ἐπικαλεῖται τὸ «πρέπει νά», γιὰ νὰ θεμελιώσει πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ὑποκειμενικὸ πρέπει τὰ παραμύθια του γιὰ τὸ «ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν»(!!), ὅπως ἐπίσης εἴδαμε πιὸ πάνω.
Τώρα στὸ νέο του πόνημα ἀνενδοίαστα ἀποφαίνεται: «τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο κατάγεται ἀπὸ τὸ φοινικικό» (σελ. 65) καὶ «Οἱ Φοίνικες ἐφεῦραν τὸ πρῶτο φθογγογραφικὸ ἀλφάβητο» (σελ. 66). Δίνει μάλιστα καὶ τὴ γαργαλιστικὴ ἐξήγηση γιὰ τὸ καυτὸ θέμα τῆς ἔλλειψης φωνηέντων στὶς σημιτικὲς γλῶσσες, γράφοντας ὅτι «ὁ ἀναγνώστης τὰ συμπληρώνει εὔκολα τὰ φωνήεντα ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα» (σελ. 66), καὶ ἡ πρόθεσή του νὰ μᾶς κανοναρχεῖ μὲ τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο δὲν ἔχει τέλος· γράφει: «Στὸν δέκατο ἔνατο π.Χ. αἰῶνα οἱ Ἴωνες τῆς Μικρασίας δανείστηκαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες θαλασσοπόρους τὸ ἀλφάβητο καὶ τὸ τελειοποίησαν» (σελ. 66). Θὰ κλείσω ἐδῶ τὸν παραληρηματικὸ λόγο τοῦ Ἄγγλου παραμυθιογράφου. Τὸ 1851 ὁ Σκαρλᾶτος Δ. Βυζάντιος (1798 – 1878), σπουδαῖος κλασσικὸς φιλόλογος καὶ κυρίως λεξικογράφος, σημείωνε τὰ ἄφθονα λάθη στὰ λεξικὰ τῆς Ἑλληνικῆς τῶν Εὐρωπαίων λεξικογράφων, ὅπως π.χ. αὐτὰ ἀπαντοῦν ἀκόμη καὶ στὸ περίφημο λεξικὸ τοῦ Ἑρρίκου Στεφάνου, τὸν «Θησαυρό», παρατηρῶντας ὅτι στὸ δικό του Λεξικό (3) δὲν θὰ παραδεχθεῖ ἀβασάνιστα, οὔτε θὰ διστάσει, νὰ ἀπορρίψει πολλὰ ἐσφαλμένα καὶ παρατράγουδα τῶν ξένων σπουδαίων λεξικογράφων μὲ κύριο ἐφόδιό του τὴν πατρῴα φωνή, ποὺ ὁ Ἕλληνας ἀπὸ ἔνστικτο ἀκόμη ἀναγνωρίζει, ἐνῷ ὁ ξένος, παρὰ τὸν πλοῦτο τῶν Ἑλληνικῶν χειρογράφων ποὺ κατέχει, στερεῖται τῆς δυνατότητας νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ κίβδηλον ἢ ἀκίβδηλον τῶν ἀρχαίων φωνῶν, καὶ φέρνει μεταξὺ πολλῶν ἄλλων τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα: «Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει (Ὁμιλ. Δ΄ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τόμ. Δ΄, 624, 25): Μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθαι, ὡς ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία» καὶ διερωτᾶται ὁ Βυζάντιος: «ποιὸς ἀπὸ μᾶς δὲν καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι τὸ κορακιστὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὰ κοινῶς σὲ μᾶς γνωστὰ κορακιστικά»; Ἀλλὰ ὁ πολὺς Seager, ἀγνοῶν τὴ σημερινὴ τῶν Ἑλλήνων γλῶσσα, ἀρκέσθηκε νὰ τὸ μεταφράσει lingua corvina [= γλῶσσα τοῦ κόρακα] καὶ τίποτα ἄλλο.
Τὶ κατάλαβε ὁ σοφὸς μὲ τὴ μετάφρασή του αὐτὴ, μόνο αὐτὸς τὸ γνωρίζει (4). Βέβαια, συνεχίζει ὁ Σκαρλᾶτος Βυζάντιος, πολλὰ λάθη θὰ εἶχαν ἀποφύγει οἱ σοφοὶ Εὐρωπαῖοι, ἂν σπούδαζαν κατὰ βάθος καὶ ὄχι ὡς πάρεργο τὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἢ καλύτερα, ἂν ἀνέθεταν τὴ διόρθωση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἑλληνικῶν συγγραμμάτων, καὶ κατ’ ἐξοχὴν τῶν Βυζαντινῶν, σὲ Ἕλληνες (5). Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι παραθέτει στὸ Λεξικό του τόσες παραναγνώσεις τῶν ξένων, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀναντίρρητη ἀλήθεια ὅτι «περὶ φωνῆς προκειμένου Ἑλληνικῆς, ἀσυγκρίτως ἁρμοδιώτεροι κριταὶ εἴμεθα ἡμεῖς οἱ πατροπαραδότως λαλοῦντες τὴν φωνὴν τῶν Ἑλλήνων, κἂν ὑποτεθῶμεν (πρὸς παρηγορίαν τοῦ Φαλμεράϋερ) οὐχὶ γνήσιοι ἀπόγονοι ἐκείνων» (6).
Ὡστόσο σήμερα ἡ προσήλωση, καὶ ἐκ μέρους Ἑλλήνων λεξικογράφων, σὲ κάθε ξένη θεωρία γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως τὸ κατασκεύασμα τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς καὶ τῆς προέλευσης, δῆθεν ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀνύπαρκτη γλῶσσα, τῆς Ἑλληνικῆς, ὁδηγεῖ στὴν ὑποτίμηση τοῦ γεγονότος ὅτι π.χ. οἱ Ρωμαῖοι δανείστηκαν τὸ ἀλφάβητό τους κατ’ εὐθεῖαν πρὶν ἀπὸ τὸ 700 π.Χ. ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (7). Ἡ σαθρὴ ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ γλωσσολογία χωρὶς τεκμηρίωση, κυρίως σὲ λεξικὰ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ σύγχρονα δημοσιεύματα, ποὺ ἀνατρέπουν μὲ ἰσχυρὴ πολεμικὴ τὴν παραπληροφόρηση (8). Ὁ καθηγητὴς Β. Φίλιας γράφει: «Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν γλωσσῶν – ἐκείνη ποὺ ὄχι μόνο ἐπέδρασε ἀποφασιστικὰ στὴν μορφοποίηση ὅλων τῶν γλωσσῶν τοῦ δυτικοῦ κόσμου» (9), προσθέτοντας ὅτι «ἐμεῖς ἀρνούμαστε παντελῶς νὰ ἀποδεχθοῦμε αὐτὴν τὴ σαθρὴ ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία» (10). Ἡ ἐπιμονὴ τῶν ὑπονομευτῶν παντὸς ἑλληνικοῦ δημιουργήματος χάλκευσε καὶ μία ἄλλη θεωρία, ἐκτὸς τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς, γιὰ τὴν προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, δηλαδὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.
Ἡ καινοφανὴς θεωρία εἶναι ἡ φοινικική, σημιτικὴ προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς μὲ τὸ παραμύθι μαρτυρία, τοῦ Ἡροδότου (ν, 58) ὅτι ὁ Κάδμος (Σημίτης) πρῶτος ἔφερε τὰ φοινίκεια γράμματα, ὅταν ἦρθε μαζὶ μὲ Φοίνικες περὶ τὸ 1550 π.Χ. στὴ Θῆβα, δηλαδὴ κατὰ τοὺς ὑστεροελλαδικοὺς χρόνους (1550 – 1100 π.Χ.). «Ἀλλὰ ποιὰ γράμματα», ἀναρωτιέται ὁ Ἀκαδημαϊκὸς καὶ Ἀρχαιολόγος Γεώργιος Μυλωνᾶς (11), «ἔφερε στὴ Θῆβα ὁ Κάδμος»; δίνοντας ἀπάντηση ὁ ἴδιος, σχεδὸν ἀναιρετική, στὶς περὶ φοινικικῆς προέλευσης τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπόψεις τοῦ ἀρχαιολόγου Σπ. Μαρινάτου (12). Ἀναφέρει ὁ Μυλωνᾶς σὲ ἀνακοίνωσή του στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν: «Δυνάμεθα μετὰ μεγίστης πιθανότητος νὰ συμπεράνωμεν ὅτι τὰ ὑπὸ τοῦ Κάδμου εἰσαχθέντα εἰς τὰς Θήβας γράμματα δὲν ἦσαν φοινικικά. Ἡ γραφὴ τῶν ὑστεροελλαδικῶν χρόνων ἦτο συλλαβικὴ καὶ δὲν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν σημιτικήν» (13).Ἡ παράδοση γιὰ τὰ Κάδμεια, ἢ φοινικικὰ λεγόμενα, γράμματα δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ οὔτε ἀπὸ τοὺς γεωγράφους, τοὺς πραγματευθέντες τὴν Βοιωτίαν (14). Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ Μυλωνᾶς ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλλαδικῆς γραμμικῆς γραφῆς Β΄ τίθεται περὶ τὸ 1450 π.Χ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Κάδμου εἰσαγωγὴ τῆς γραφῆς τίθεται περὶ τὰ 1450 – 1400 π.Χ. Ἡ χρονολογικὴ αὐτὴ συγκυρία εἶναι ἀξιοσημείωτη, γράφει, καὶ ἀφοῦ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἡ μόνη ἐναπομένουσα ὑπόθεση εἶναι ὅτι ὁ Κάδμος ἔφερε στὴ Θῆβα τὴν ἑλλαδικὴ γραφὴ καὶ προσθέτει ὅτι ὁ Ἡρόδοτος ἐπισκίασε τὶς ἄλλες γνῶμες τῶν ἀρχαίων, ἀλλὰ τὰ ἀναφερόμενα ἀπ’ αὐτὸν δὲν ἀποτελοῦν τὴ μόνη καὶ ἀρχαιότερη μαρτυρία τῆς ἀρχαιότητας καὶ ὑπάρχουν πολλὲς γνῶμες κατὰ πολὺ διάφορες τῶν φοινικικῶν παρατηρήσεων τοῦ Ἡροδότου (15).
Τὰ φοινίκεια γράμματα, ἐξηγεῖ ὁ Μυλωνᾶς, ἦταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν γραφτεῖ μὲ ἐρυθρὸ χρῶμα. Τὸ ἐπίθετο φοινίκεια σήμαινε γραπτὰ καὶ ὀνομάσθηκαν ἀπὸ τὸ χρῶμα τους καὶ ὄχι γιατὶ τὰ ἔφεραν Φοίνικες στὴν Ἑλλάδα (16). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαιολόγος Ἀντ. Κεραμόπουλος, ποὺ ἔκανε ἀνασκαφὲς στὴν Καδμεία (Θῆβα) γράφει ὅτι, «ἄν θυμηθοῦμε ὅτι ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς στὴ Θῆβα ἀποκαλύφθηκαν μνημεῖα μυκηναϊκὰ ὅμοια μὲ τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν τόπων καὶ ὅτι δὲν ἔχουν κανένα χαρακτῆρα ξένο καὶ μάλιστα φοινικικό, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε σφόδρα δύσπιστοι στὸ μῦθο τῆς φοινικῆς καταγωγῆς τοῦ Κάδμου» (17). Ὁρισμένοι λοιπὸν Γλωσσολόγοι καὶ Ἀρχαιολόγοι κατασκεύασαν μιὰ θέση σχετικὰ μὲ τὴν προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ μὲ τεκμήρια τελείως ἐπιφανειακὰ καὶ παραπλανητικὰ μᾶς μιλοῦν γιὰ «ἀποδείξεις», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἐπινοημένες ἐνδείξεις καὶ φανταστικὲς συλλήψεις τῶν ἰδίων, ὅπως ἀποδεικνύουν ἄλλοι καταξιωμένοι ὁμότεχνοι συνάδελφοί τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῶν πολλαπλῶν ἀμφισβητήσεων ὁδήγησε ἐρευνητὲς ἄλλων ἐπιστημονικῶν πεδίων, πέραν τῶν φιλολογικῶν, νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ σημαντικότερο θέμα παγκοσμίως ποὺ εἶναι ἡ ἐφεύρεση τοῦ γραπτοῦ λόγου, πέραν τοῦ προφορικοῦ, τοῦ κάθε λαοῦ.