ΕΛΛΗΝΕΣ-ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΦΑΒΗΤΟΥ


Μαρίας Μαντουβάλου Ἀναπληρώτριας Καθηγήτριας Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Μακροχρόνια εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τῶν ἐρευνητῶν τῆς προϊστορικῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ξένων καὶ Ἑλλήνων, εὐτυχῶς στοὺς τελευταίους ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, νὰ ἰσχυρίζoνται τὴν προέλευση ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη ἰνδοευρωπαϊκὴ καὶ ἄλλες ξένες, ἀνύπαρκτες ἐπίσης, γλῶσσες, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς π.χ. καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας ἀποφαίνεται μὲ βεβαιότητα: «Τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. ὁ πρωτοελληνικὸς λαὸς μπῆκε στὴ λεκάνη τοῦ Αἰγαίου, καὶ σιγά σιγὰ ἡ γλῶσσα του ἐξαπλώθηκε ἀνάμεσα στοὺς Πελασγούς, στοὺς Κᾶρες καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὁ Ἡρόδοτος χαρακτηρίζει τοὺς Ἀθηναίους σὰν ἐξελληνισμένους Πελασγούς, δηλαδὴ τῶν προγόνων τους ἡ γλῶσσα ἦταν τὰ πελασγικά», καὶ ὁ ἴδιος ἱστορεῖ πώς «οἱ Ἕλληνες ἱδρυτὲς τῆς Μιλήτου δὲν ἔφεραν μαζί τους δικές τους γυναῖκες, ἀλλὰ παντρεύτηκαν γυναῖκες τῆς Καρίας.

Ἔτσι, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες γλῶσσες, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστες [ὑπογραμμίζω ἐγώ]. Σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο πρέπει [!] νὰ ὀφείλεται ἡ ἁπλοποίηση τοῦ φωνητικοῦ συστήματος τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς κοινῆς [ὑπογραμμίζω ἐγώ], δηλαδὴ τῶν φωνηέντων, τῶν συμφώνων καὶ τοῦ μελωδικοῦ τονισμοῦ» (1) καὶ συνεχίζει: «Στὴν πρωτοελληνικὴ ἐποχὴ τὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν διαφοροποιήθηκε […].

Ἡ ἁπλοποίηση τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν συμφώνων εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χαθοῦν στὰ τέλη τῶν λέξεων τὰ σύμφωνα» (2). Δύο χρόνια ἀργότερα, τὸ 1964, στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο «Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα Ἀρχαία καὶ Νέα» συνεχίζοντας τὰ «ἐπιχειρήματά του» πάνω σὲ «βεβαιότητες», ὅπως εἴδαμε, πού, ὡστόσο, τοῦ εἶναι ἄγνωστες, ὅπως λέει, καὶ πάνω σὲ δεοντολογίες ὑψηλῆς ἐπιστημονικῆς σαφήνειας, ποὺ καὶ αὐτὲς ἀνήκουν στὴ σφαῖρα τῆς δεοντολογίας, ἀφοῦ ὁ κ. Καθηγητὴς ἐπικαλεῖται τὸ «πρέπει νά», γιὰ νὰ θεμελιώσει πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ὑποκειμενικὸ πρέπει τὰ παραμύθια του γιὰ τὸ «ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν»(!!), ὅπως ἐπίσης εἴδαμε πιὸ πάνω.
Τώρα στὸ νέο του πόνημα ἀνενδοίαστα ἀποφαίνεται: «τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο κατάγεται ἀπὸ τὸ φοινικικό» (σελ. 65) καὶ «Οἱ Φοίνικες ἐφεῦραν τὸ πρῶτο φθογγογραφικὸ ἀλφάβητο» (σελ. 66). Δίνει μάλιστα καὶ τὴ γαργαλιστικὴ ἐξήγηση γιὰ τὸ καυτὸ θέμα τῆς ἔλλειψης φωνηέντων στὶς σημιτικὲς γλῶσσες, γράφοντας ὅτι «ὁ ἀναγνώστης τὰ συμπληρώνει εὔκολα τὰ φωνήεντα ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα» (σελ. 66), καὶ ἡ πρόθεσή του νὰ μᾶς κανοναρχεῖ μὲ τὸ φοινικικὸ ἀλφάβητο δὲν ἔχει τέλος· γράφει: «Στὸν δέκατο ἔνατο π.Χ. αἰῶνα οἱ Ἴωνες τῆς Μικρασίας δανείστηκαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες θαλασσοπόρους τὸ ἀλφάβητο καὶ τὸ τελειοποίησαν» (σελ. 66). Θὰ κλείσω ἐδῶ τὸν παραληρηματικὸ λόγο τοῦ Ἄγγλου παραμυθιογράφου.

Τὸ 1851 ὁ Σκαρλᾶτος Δ. Βυζάντιος (1798 – 1878), σπουδαῖος κλασσικὸς φιλόλογος καὶ κυρίως λεξικογράφος, σημείωνε τὰ ἄφθονα λάθη στὰ λεξικὰ τῆς Ἑλληνικῆς τῶν Εὐρωπαίων λεξικογράφων, ὅπως π.χ. αὐτὰ ἀπαντοῦν ἀκόμη καὶ στὸ περίφημο λεξικὸ τοῦ Ἑρρίκου Στεφάνου, τὸν «Θησαυρό», παρατηρῶντας ὅτι στὸ δικό του Λεξικό (3) δὲν θὰ παραδεχθεῖ ἀβασάνιστα, οὔτε θὰ διστάσει, νὰ ἀπορρίψει πολλὰ ἐσφαλμένα καὶ παρατράγουδα τῶν ξένων σπουδαίων λεξικογράφων μὲ κύριο ἐφόδιό του τὴν πατρῴα φωνή, ποὺ ὁ Ἕλληνας ἀπὸ ἔνστικτο ἀκόμη ἀναγνωρίζει, ἐνῷ ὁ ξένος, παρὰ τὸν πλοῦτο τῶν Ἑλληνικῶν χειρογράφων ποὺ κατέχει, στερεῖται τῆς δυνατότητας νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ κίβδηλον ἢ ἀκίβδηλον τῶν ἀρχαίων φωνῶν, καὶ φέρνει μεταξὺ πολλῶν ἄλλων τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα: «Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει (Ὁμιλ. Δ΄ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τόμ. Δ΄, 624, 25): Μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθαι, ὡς ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία» καὶ διερωτᾶται ὁ Βυζάντιος: «ποιὸς ἀπὸ μᾶς δὲν καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι τὸ κορακιστὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ τὰ κοινῶς σὲ μᾶς γνωστὰ κορακιστικά»; Ἀλλὰ ὁ πολὺς Seager, ἀγνοῶν τὴ σημερινὴ τῶν Ἑλλήνων γλῶσσα, ἀρκέσθηκε νὰ τὸ μεταφράσει lingua corvina [= γλῶσσα τοῦ κόρακα] καὶ τίποτα ἄλλο.

Τὶ κατάλαβε ὁ σοφὸς μὲ τὴ μετάφρασή του αὐτὴ, μόνο αὐτὸς τὸ γνωρίζει (4). Βέβαια, συνεχίζει ὁ Σκαρλᾶτος Βυζάντιος, πολλὰ λάθη θὰ εἶχαν ἀποφύγει οἱ σοφοὶ Εὐρωπαῖοι, ἂν σπούδαζαν κατὰ βάθος καὶ ὄχι ὡς πάρεργο τὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἢ καλύτερα, ἂν ἀνέθεταν τὴ διόρθωση ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἑλληνικῶν συγγραμμάτων, καὶ κατ’ ἐξοχὴν τῶν Βυζαντινῶν, σὲ Ἕλληνες (5). Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι παραθέτει στὸ Λεξικό του τόσες παραναγνώσεις τῶν ξένων, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀναντίρρητη ἀλήθεια ὅτι «περὶ φωνῆς προκειμένου Ἑλληνικῆς, ἀσυγκρίτως ἁρμοδιώτεροι κριταὶ εἴμεθα ἡμεῖς οἱ πατροπαραδότως λαλοῦντες τὴν φωνὴν τῶν Ἑλλήνων, κἂν ὑποτεθῶμεν (πρὸς παρηγορίαν τοῦ Φαλμεράϋερ) οὐχὶ γνήσιοι ἀπόγονοι ἐκείνων» (6).

Ὡστόσο σήμερα ἡ προσήλωση, καὶ ἐκ μέρους Ἑλλήνων λεξικογράφων, σὲ κάθε ξένη θεωρία γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως τὸ κατασκεύασμα τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς καὶ τῆς προέλευσης, δῆθεν ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀνύπαρκτη γλῶσσα, τῆς Ἑλληνικῆς, ὁδηγεῖ στὴν ὑποτίμηση τοῦ γεγονότος ὅτι π.χ. οἱ Ρωμαῖοι δανείστηκαν τὸ ἀλφάβητό τους κατ’ εὐθεῖαν πρὶν ἀπὸ τὸ 700 π.Χ. ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (7). Ἡ σαθρὴ ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ γλωσσολογία χωρὶς τεκμηρίωση, κυρίως σὲ λεξικὰ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ σύγχρονα δημοσιεύματα, ποὺ ἀνατρέπουν μὲ ἰσχυρὴ πολεμικὴ τὴν παραπληροφόρηση (8). Ὁ καθηγητὴς Β. Φίλιας γράφει: «Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν γλωσσῶν – ἐκείνη ποὺ ὄχι μόνο ἐπέδρασε ἀποφασιστικὰ στὴν μορφοποίηση ὅλων τῶν γλωσσῶν τοῦ δυτικοῦ κόσμου» (9), προσθέτοντας ὅτι «ἐμεῖς ἀρνούμαστε παντελῶς νὰ ἀποδεχθοῦμε αὐτὴν τὴ σαθρὴ ἰνδοευρωπαϊκὴ θεωρία» (10). Ἡ ἐπιμονὴ τῶν ὑπονομευτῶν παντὸς ἑλληνικοῦ δημιουργήματος χάλκευσε καὶ μία ἄλλη θεωρία, ἐκτὸς τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς, γιὰ τὴν προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς, δηλαδὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.

Ἡ καινοφανὴς θεωρία εἶναι ἡ φοινικική, σημιτικὴ προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς μὲ τὸ παραμύθι μαρτυρία, τοῦ Ἡροδότου (ν, 58) ὅτι ὁ Κάδμος (Σημίτης) πρῶτος ἔφερε τὰ φοινίκεια γράμματα, ὅταν ἦρθε μαζὶ μὲ Φοίνικες περὶ τὸ 1550 π.Χ. στὴ Θῆβα, δηλαδὴ κατὰ τοὺς ὑστεροελλαδικοὺς χρόνους (1550 – 1100 π.Χ.). «Ἀλλὰ ποιὰ γράμματα», ἀναρωτιέται ὁ Ἀκαδημαϊκὸς καὶ Ἀρχαιολόγος Γεώργιος Μυλωνᾶς (11), «ἔφερε στὴ Θῆβα ὁ Κάδμος»; δίνοντας ἀπάντηση ὁ ἴδιος, σχεδὸν ἀναιρετική, στὶς περὶ φοινικικῆς προέλευσης τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπόψεις τοῦ ἀρχαιολόγου Σπ. Μαρινάτου (12). Ἀναφέρει ὁ Μυλωνᾶς σὲ ἀνακοίνωσή του στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν: «Δυνάμεθα μετὰ μεγίστης πιθανότητος νὰ συμπεράνωμεν ὅτι τὰ ὑπὸ τοῦ Κάδμου εἰσαχθέντα εἰς τὰς Θήβας γράμματα δὲν ἦσαν φοινικικά. Ἡ γραφὴ τῶν ὑστεροελλαδικῶν χρόνων ἦτο συλλαβικὴ καὶ δὲν εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν σημιτικήν» (13).

Ἡ παράδοση γιὰ τὰ Κάδμεια, ἢ φοινικικὰ λεγόμενα, γράμματα δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ οὔτε ἀπὸ τοὺς γεωγράφους, τοὺς πραγματευθέντες τὴν Βοιωτίαν (14). Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ Μυλωνᾶς ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἑλλαδικῆς γραμμικῆς γραφῆς Β΄ τίθεται περὶ τὸ 1450 π.Χ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Κάδμου εἰσαγωγὴ τῆς γραφῆς τίθεται περὶ τὰ 1450 – 1400 π.Χ. Ἡ χρονολογικὴ αὐτὴ συγκυρία εἶναι ἀξιοσημείωτη, γράφει, καὶ ἀφοῦ ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους ἀποδεικνύεται ἀδύνατη, ἡ μόνη ἐναπομένουσα ὑπόθεση εἶναι ὅτι ὁ Κάδμος ἔφερε στὴ Θῆβα τὴν ἑλλαδικὴ γραφὴ καὶ προσθέτει ὅτι ὁ Ἡρόδοτος ἐπισκίασε τὶς ἄλλες γνῶμες τῶν ἀρχαίων, ἀλλὰ τὰ ἀναφερόμενα ἀπ’ αὐτὸν δὲν ἀποτελοῦν τὴ μόνη καὶ ἀρχαιότερη μαρτυρία τῆς ἀρχαιότητας καὶ ὑπάρχουν πολλὲς γνῶμες κατὰ πολὺ διάφορες τῶν φοινικικῶν παρατηρήσεων τοῦ Ἡροδότου (15).

Τὰ φοινίκεια γράμματα, ἐξηγεῖ ὁ Μυλωνᾶς, ἦταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν γραφτεῖ μὲ ἐρυθρὸ χρῶμα. Τὸ ἐπίθετο φοινίκεια σήμαινε γραπτὰ καὶ ὀνομάσθηκαν ἀπὸ τὸ χρῶμα τους καὶ ὄχι γιατὶ τὰ ἔφεραν Φοίνικες στὴν Ἑλλάδα (16). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαιολόγος Ἀντ. Κεραμόπουλος, ποὺ ἔκανε ἀνασκαφὲς στὴν Καδμεία (Θῆβα) γράφει ὅτι, «ἄν θυμηθοῦμε ὅτι ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς στὴ Θῆβα ἀποκαλύφθηκαν μνημεῖα μυκηναϊκὰ ὅμοια μὲ τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν τόπων καὶ ὅτι δὲν ἔχουν κανένα χαρακτῆρα ξένο καὶ μάλιστα φοινικικό, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε σφόδρα δύσπιστοι στὸ μῦθο τῆς φοινικῆς καταγωγῆς τοῦ Κάδμου» (17). Ὁρισμένοι λοιπὸν Γλωσσολόγοι καὶ Ἀρχαιολόγοι κατασκεύασαν μιὰ θέση σχετικὰ μὲ τὴν προέλευση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ μὲ τεκμήρια τελείως ἐπιφανειακὰ καὶ παραπλανητικὰ μᾶς μιλοῦν γιὰ «ἀποδείξεις», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἐπινοημένες ἐνδείξεις καὶ φανταστικὲς συλλήψεις τῶν ἰδίων, ὅπως ἀποδεικνύουν ἄλλοι καταξιωμένοι ὁμότεχνοι συνάδελφοί τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῶν πολλαπλῶν ἀμφισβητήσεων ὁδήγησε ἐρευνητὲς ἄλλων ἐπιστημονικῶν πεδίων, πέραν τῶν φιλολογικῶν, νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ σημαντικότερο θέμα παγκοσμίως ποὺ εἶναι ἡ ἐφεύρεση τοῦ γραπτοῦ λόγου, πέραν τοῦ προφορικοῦ, τοῦ κάθε λαοῦ.

Ἡ Στήλη τῆς Rachid, πέτρινη πλάκα ἀπὸ γρανοδιορίτη, ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Πτολεμαίου Ε΄ τοῦ Ἐπιφανοῦς, 2ος αἰ. π.Χ. μὲ ἐγχάρακτη ἐπιγραφὴ σὲ δύο γλῶσσες αἰγυπτιακὴ καὶ ἑλληνικὴ καὶ τρία συστήματα γραφῆς, ἱερογλυφικά, δημώδη αἰγυπτιακή, ἑλληνική. Τὸ ἑλληνικό μέρος τῆς στήλης ἀρχίζει ὡς ἐξῆς: « Βασιλεύοντος τοῦ νέου καὶ παραλαβόντος τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρός… ».


Τὰ ἐπιστημονικὰ δεδομένα, ποὺ θὰ παρουσιάσω συνοπτικὰ ἐδῶ, ἀνοίγουν νέες προοπτικὲς ἱστορικὲς καὶ πολιτιστικὲς στὸ ζήτημα τοῦ πρώτου ἐφευρέτη λαοῦ, ποὺ ὅπως ἀποδεικνύεται μὲ βάσιμα τεκμήρια εἶναι ὁ ἑλληνικὸς καὶ ἡ δημιουργία ἀπ’ αὐτὸν τῆς γραφῆς καὶ τοῦ ἀλφαβήτου, ποὺ τροφοδότησε στὴ συνέχεια ὄχι μόνο τὴν ἑλληνική ἀλλὰ καὶ τὴν παγκόσμια σκέψη λαῶν, ποὺ ὅταν οἱ Ἕλληνες ἔγραφαν, οἱ λαοὶ αὐτοὶ ἦταν ἀνύπαρκτοι, ὅπως Γάλλοι, Ἰταλοί, Γερμανοί κ.ἄ. Τὸ πνεῦμα ὅμως τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀντανακλᾶται στὴ γλῶσσα του ἀπὸ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους μέχρι σήμερα σὲ μία συνεχῆ διαχρονικὴ πορεία, ἐκφραζόμενο στὴν ἴδια πατρίδα συνεχῶς καὶ μὲ συνεχῆ παρουσία στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, ἐνῷ οἱ λεγόμενοι πρωτοδημιουργοὶ τῆς παγκόσμιας γλώσσας εἴτε εἶναι ἀνύπαρκτοι, εἴτε ἔσβησαν νωρὶς, χωρὶς νὰ ἀφήσουν ἴχνη τῆς «μεγαλοφυοῦς» συλλήψεώς των τῆς γραφῆς, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ διάφοροι Γλωσσολόγοι καὶ Ἀρχαιολόγοι.

Ἕνας νέος ἐπιστήμονας σήμερα, ὁ Νευροψυχολόγος – Νευρογλωσσολόγος Χρυσόστομος Ἐμμ. Καρπαθίου, ἔγραψε δύο πρωτοποριακὰ βιβλία γιὰ τὴν προέλευση τῆς γλώσσας. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὸν ΛΟΓΟ (18), ὅπου ἡ ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία καὶ ἡ ἀποκωδικοποίηση τοῦ ἑλληνικοῦ μύθου, ὅπως γράφει, «δείχνει, ὅλως παραδόξως, ταύτιση μὲ τὴ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ πραγματικότητα». Ὅλες οἱ σκέψεις τοῦ συγγραφέα πάνω στὸν Λόγο στηρίζονται στὶς «σημερινὲς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης τῆς παθολογίας καὶ φυσιολογίας τοῦ λόγου, πολὺ στενὰ δεμένες μεταξύ τους, τόσο στενά, ὅσο τὸ « ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ » (19).

Τὸ δεύτερο βιβλίο, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται στὴν ἐξελικτικὴ πορεία τοῦ ἐγκεφάλου καὶ πραγματεύεται, μὲ πρωτόγνωρα ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα, τὴ δημιουργία τῆς πρώτης γλώσσας καὶ τοῦ πρώτου ἀλφαβήτου (20). Ἐπειδὴ ἡ μελέτη αὐτὴ εἶναι πολὺ διαφωτιστικὴ γιὰ ὅλους, ἀλλὰ κυρίως τοὺς γλωσσολόγους καὶ ἀρχαιολόγους σχετικοὺς ἐρευνητὲς τοῦ θέματος, ἐπειδὴ δὲν κινεῖται σὲ ὑποθετικὸ ἔδαφος ἡ προσπάθεια τῆς ἀνάπλασης τῶν σταθμῶν ποὺ πέρασε τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο, ἀφοῦ κλονίζει μὲ τὸ βιβλίο του τὴ θέση ὁρισμένων ἐκ τῶν γλωσσολόγων, ἀρχαιολόγων ἐρευνητῶν καὶ τὶς ἀστήρικτες ὑποθέσεις τους καὶ ἐπειδὴ διαψεύδει αὐτὲς τὶς φανταστικὲς ὑποθέσεις, ὅπως π.χ. τοῦ Μανόλη Ἀνδρόνικου, ἐκτὸς τῶν ἄλλων τῶν ὁποίων ἤδη ἔχουμε δεῖ σ’ αὐτὴν τὴ σύντομη ἐπισκόπηση ποὺ ἔκανα τοῦ γλωσσικοῦ θέματος τὶς ἀπόψεις, ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφόρησε ὅτι «ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἐπιβεβαίωσε ὅτι πρότυπο τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ὑπῆρξε τὸ φοινικικὸ ἢ ὀρθότερα τὸ βόρειο σημιτικὸ ἀλφάβητο – ἡ ἔρευνα κινεῖται σὲ χῶρο ἀπολύτως ἀσφαλῆ καὶ ὑπάρχει ὁμοφωνία τῶν ἐρευνητῶν»(21) θὰ παραθέσω τὰ σπουδαιότερά της.

Πρὶν προχωρήσω, νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι καὶ ὁ ἀρχαιολόγος Ἀνδρόνικος κινεῖται στὸ θέμα τῆς προέλευσης τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ ἐπιχειρήματα τοῦ τύπου «ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ σημιτικοῦ ἀλφαβήτου στὴν Ἑλλάδα χρονολογεῖται ὅπως φαίνεται» (22) ἢ «ἔτσι πρέπει νὰ φαντασθοῦμε τὸ ἀρχικὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο…» (23) ἢ «τὸ ἑπόμενο βῆμα πρέπει νὰ ἦταν ὑποθέτουμε» (24). Σωστά, λοιπόν, ἔγραψε ὁ ἀρχαιολόγος Σπ. Μαρινᾶτος ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ φειδωλοὶ στὴ διατύπωση ἀξιωμάτων γύρω ἀπὸ τὰ ζητήματα τῆς γραφῆς, γιατὶ εἴδαμε ὅτι «κεφαλαιώδη ἀξιώματα τῆς ἐπιστήμης καταπίπτουν ἀποτόμως καὶ ἀντιθέτως στηρίζονται νέαι ὑποθέσεις, τὰς ὁποίας πρὸ ὀλίγου οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ προβάλη»(25). Τόλμησε, λοιπόν, ὁ Καρπαθίου, μετὰ ἀπὸ ἔρευνα τῆς δημιουργίας τοῦ λόγου καὶ τῶν ἡμισφαιρίων τοῦ ἐγκεφάλου, νὰ γράψει ὅτι «ὁ Λόγος ἐκτὸς φύσεως ὑπάρχων γίνεται ἀνθρώπινος, ἐκτὸς ἀνθρώπου ὑπάρχων, εἰκόνα λαμβάνοντας τοῦ κτίσματος, κτίστης ὑπάρχων… Συγκαταβαίνων πρὸς τὸ ἀνθρώπινον… συνεργάζεται ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ ἐγκεφάλου»(26), καὶ ὅτι οἱ ἀπόψεις περὶ φοινικικοῦ ἀλφαβήτου «ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς βιολογίας ἢ γενικώτερα τῆς λειτουργικότητας τοῦ ἐγκεφάλου, δηλαδὴ τῆς Νευροψυχολογίας – Νευρογλωσσολογίας εἶναι ἀναληθεῖς, δὲν εὐσταθοῦν»(27), τονίζοντας τέλος, μετὰ ἀπὸ ἐμβριθῆ ἔρευνα, ὅτι «Παγκόσμια μητρικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ μοναδικὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα»(28).

 Ὁ ἴδιος ἀνατρέπει, μὲ ἰσχυρὰ καὶ πειστικὰ ἐπιχειρήματα, τὸ γαλλικὸ βιβλίο ποὺ ἐξέδωσε τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ τῆς Γαλλίας τὸ 1982, γιὰ τὴ «Γέννηση τῆς Γραφῆς» (Naissance de l’ écriture) καὶ ὅπου παρέχονται ἐκεῖ φανταστικοὶ χρονολογικοὶ πίνακες γιὰ τὴν προέλευση τῆς γραφῆς. Ὁ Καρπαθίου ἀπορρίπτει τὶς σχετικὲς ἀπόψεις καὶ θέσεις μὲ βάση τὴν ἐγκεφαλικὴ λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς βιολογικὲς συνθῆκες ποὺ ἐπέδρασαν στὴ γλῶσσα, στὸν λόγο, σὰν σύνολο ἐγκεφαλικῶν ἀνωτέρων λειτουργιῶν ἀπὸ τὴν πανάρχαια ἐποχὴ μέχρι σήμερα»(29).

Συμπεράσματα τοῦ ἰδίου συγγραφέως εἶναι: 

– Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι σίγουρα ἡ μητέρα τῶν σημερινῶν γλωσσῶν. 

– Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁλοκληρωμένη καὶ ἀνεξάρτητη ἀνθρώπινη γλῶσσα, χωρὶς νὰ ἀναζητᾶ ἐρείσματα σὲ ἄλλες γλῶσσες. 

– Οἱ Ἕλληνες χρησιμοποίησαν νωρίτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τὸ ἀριστερὸ ἐγκεφαλικὸ ἡμισφαίριο (ποὺ εἶναι τῆς μάθησης τοῦ λόγου) καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη, ἐνῷ ἀντίθετα ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἔχουν ἐξαφανισθεῖ (30).                                                                               ΠΗΓΗ  ΒΙΣΑΛΤΗΣ