Έρωτας και Ψυχή!!!




Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους την έλεγαν Ψυχή ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτηςστην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.

Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί: πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και ηΨυχή έμενε μόνη και έρημη.
Οι δύο αδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Σ’ αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ’ όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της. Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη.

Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό.


Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας.
Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχήξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της.
Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η Ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ’ ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα.

Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της. Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ’ ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Πάνας, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες ακόλουθοι της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Η πρώτη δοκιμασία της Ψυχής ήταν να διαχωρίσει σε μια μέρα ένα σωρό ανακατεμένους σπόρους από πολλά και διαφορετικά φυτά. Από κριθάρι μέχρι μπιζέλια και από φακές και σπόρους παπαρούνας μέχρι στάρι. Δε θα τα κατάφερνε, αν δεν τη βοηθούσαν τα μυρμήγκια, που λυπήθηκαν την αγαπημένη του θεού Έρωτα.
Η δεύτερη δοκιμασία ήταν να φέρει μια τούφα μαλλί από το χρυσόμαλλο δέρας ενός κοπαδιού άγριων προβάτων με κοφτερά κέρατα και δηλητήριο στο στόμα, που έβοσκαν πίσω από το ορμητικό ποτάμι, στην απόκρημνη κοιλάδα ενός επικίνδυνου δάσους. Στο έργο αυτό τη βοήθησε η Νύμφη Σύριγγα, που είχε μεταμορφωθεί σε καλάμι για να γλιτώσει από τον έρωτα του θεού Πάνα. Της είπε να περιμένει το μεσημέρι, που τα πρόβατα δεν αντέχουν τη ζέστη και κοιμούνται. Τότε ήταν η κατάλληλη στιγμή να μαζέψει τις τούφες από μαλλί που είχαν πιαστεί στα κλαδιά των θάμνων και στις καλαμιές.
Η τρίτη δοκιμασία ήταν ως είθισται, η χειρότερη. Η Ψυχή έπρεπε να φέρει στην Αφροδίτη νερό από μια παγωμένη πηγή που βρισκόταν σε έναν ψηλό, απότομο και γλιστερό βράχο που τον φυλούσαν μερικοί ακοίμητοι δράκοι. Η Ψυχή το κατόρθωσε και αυτό με τη βοήθεια ενός αετού του Δία.
Η Αφροδίτη, αμφισβήτησε τις επιτυχίες της Ψυχής, θεωρώντας ότι δεν οφείλονταν αποκλειστικά στις δικές της προσπάθειες, αλλά κυρίως σε βοήθεια που έλαβε. Γι’ αυτό της ανέθεσε ακόμα μια δοκιμασία, πολύ δυσκολότερη από τις προηγούμενες. Η Ψυχή έπρεπε να πάει στον Κάτω Κόσμο και να ζητήσει από την σύζυγο του Άδη Περσεφόνη, να της δώσει ένα κουτάκι με τη θαυματουργή αλοιφή που χάριζε υπερφυσική ομορφιά.
Κάτι που φάνταζε τόσο αδύνατο που η Ψυχή σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Μια μυστηριώδη φωνή όμως, την συμβούλεψε πώς να κατέβει στον Άδη, πώς να δώσει το νόμισμα στον Χάροντα και πώς να καλοπιάσει τον Κέρβερο, καθώς και τον τρόπο για να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Επίσης, την προειδοποίησε κατηγορηματικά να μην ανοίξει επ’ ουδενί το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη. Ακολουθώντας τις συμβουλές η αποστολή ήταν επιτυχής αλλά, η Ψυχή και άνοιξε το κουτί για να δει το περιεχόμενο του. Δεν πρόλαβε όμως να δει τίποτα, απλώς κοιμήθηκε. Και δεν ήταν ένας απλός ύπνος, ήταν ο ύπνος του θανάτου. Η Ψυχή έμεινε για κάποιο διάστημα κοιμισμένη, όχι όμως για πάντα, όπως έλπιζε η Αφροδίτη. Ο Έρωτας, παρά τον θυμό του, είχε μετανιώσει για τη σκληρή συμπεριφορά του και έψαχνε να τη βρει.

Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται λοιπόν πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο κουτί, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή.
Αποσυμβολισμός του Μύθου

Ο Έρωτας στην προ Ομηρική μυθολογία, προέρχεται από τις πρωταρχικές δημιουργικές κοσμογονικές του σύμπαντος, καθώς γεννήθηκε πριν από τους θεούς του Ολύμπου, αποτελώντας την ενοποιό δύναμη του σύμπαντος. Ο Έρωταςλοιπόν, συμβολίζει όχι μόνο την δύναμη της ερωτικής αγάπης που ευθύνεται για τον πόθο, την αγάπη και την σεξουαλική δραστηριότητα σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά και σε κοσμογονικό επίπεδο, το πρωτότοκο Φως που ευθύνεται για την ύπαρξη και την τάξη όλων των πραγμάτων στον Σύμπαν. Για αυτό ο Έρωτας θεωρήθηκε θεός, λόγω της θέσεως του στο φυσικό γίγνεσθαι. Έτσι λατρευόταν και στα Ελευσίνια Μυστήρια, ως Πρωτόγονος, αυτός δηλαδή που γεννήθηκε πρώτος.

Κανένας άλλος λαός στην ανθρωπότητα δεν ανακήρυξε τον Έρωτα σε θεό εκτός από τους Έλληνες. Μόνο οι Έλληνεςκατάλαβαν την τεράστια σημασία του στο γίγνεσθαι. Ο έρωτας δια της δράσης του σε κοσμογονικό επίπεδο, σηματοδοτεί την σύνθεση και την μίξη των στοιχείων που προκαλούν την αέναη εξέλιξη στο σύμπαν, αλλά και σε και σε ανθρώπινο επίπεδο, έχει ένα βαθύ ανατρεπτικό χαρακτήρα. Παριστάνεται ως ένα πανέμορφο φτερωτό παιδί, οπλισμένο με τόξο και βέλη, που τα εκτοξεύει, στις καρδιές των ανθρώπων προκαλώντας τον έρωτα.
Ο μύθος των δοκιμασιών της Ψυχής βρίθει συμβολισμών, που έχουν να κάνουν με το ταξίδι της αθάνατης ουράνιας ψυχής στον κόσμο της ύλης, και την τελική ένωση της εκ νέου με το Ουράνιο λίκνο της. Εν τάχη θα μπορούσαμε να υποδείξουμε, κάποια στοιχεία.
Ο Έρωτας συμβολίζει σε κοσμογονικό επίπεδο όπως προαναφέρθηκε, την αέναο ενοποιό δύναμη, που εξελίσσει το σύμπαν. Η Ψυχή σε ανθρώπινο επίπεδο, έχει άλλες δύο αδελφές, γεγονός που μας παραπέμπει στο τρισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης ( Νους, ψυχή, σώμα ). Η ψυχή στην κατώτερη φύση της, μετέχει του θείου έρωτα, δίχως όμως να το γνωρίζει, καθώς υποτάσσεται από τα ανθρώπινα πάθη, και την δέσμευση της ύλης, ξεχνώντας την ουράνια καταγωγή της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος πρέπει να υποβληθεί σε δοκιμασίες, πριν επιτύχει την μέθεξη και την μακαριότητα της αθανασίας.
Στην πρώτη δοκιμασία υποδεικνύεται πως Θειο ενυπάρχει και ζωοποιεί κάθε τμήμα του σύμπαντος, όσος ασήμαντο και εάν φαίνεται. Συνεπώς και ο άνθρωπος σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οφείλει να συνειδητοποιήσει, πως αποτελεί το τμήμα ενός συνόλου, το οποίο, µε τη σειρά του, συνδέεται και εξαρτάται από άλλα σύνολα εντός ενός ευρύτερου οικοσυστήματος.
Στην δεύτερη δοκιμασία, παρότι οι ανθρώπινες ψυχές μετέχουν του Θείου, (τα κέρατα υποδηλώνουν την επαφή με το Θείο), οι αντιληπτικές δυνάμεις του ανθρώπου (και ο τρόπος έκφρασης τους, ομιλία) επικεντρώνονται στην ικανοποίηση του «εγώ» και της κατώτερης φύσης του. Κατά την διάρκεια του μόνο ύπνου, η ψυχή, ασυνείδητα έχει την δυνατότητα να ταξιδεύει πέρα από όρια του χωροχρόνου.
Η Τρίτη δοκιμασία έχει σχέση με την κάθαρση (νερό – πηγή), και την χαλιναγώγηση των παθών (δράκοι) που οφείλει να υποστεί η Ψυχή, πριν την ανάβαση της (αετός του Δία) προς το ουράνιο λίκνο της.
Τέλος η κατάβαση στον Άδη και η ανάσταση, (ένα κοινό αρχετυπικό μοτίβο σε όλες τις μυήσεις) υποδεικνύει πως το τέλος του επίγειου κύκλου, είναι απλώς μία μετάβαση της μορφής σε κάποια άλλη, και καταδεικνύει την αιωνιότητα της ψυχής. Τίποτα δεν περισσεύει στην φύση. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που πρέσβευε ο Aναξίμανδρος. «Οτιδήποτε γεννιέται μέσα στη φύση έχει ένα χρέος, που το πληρώνει όταν αποσυντίθενται, δίνοντας έτσι καινούργια ζωή»…
Πηγή: Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών
Σχόλια στο μύθο: Χλέτσος Βασίλης- Συγγραφέας
Σύνταξη – Επιμέλεια άρθρου/εικόνων: Δώρα Σπυρίδου