Ορφισμός πρεσβεύει ένα είδος πανθεϊστικού μονοθεϊσμού, μιλά για διττή ουσία του ανθρώπου, Θεία και τιτανική, θεωρεί το σώμα ως τάφο της ψυχής, δέχεται την μετεμψύχωση, εισάγει τους καθαρμούς, την νηστεία και την αποχή από το κρέας, εκεί που πριν υπήρχε η Διονυσιακή «ωμοφαγία». Ποίος όμως ήταν ο Ορφέας;
Η δύναμη της μουσικής και της φωνής του ήταν τέτοια, που μπορούσε να κατευνάσει την οργή των κυμάτων, να υπερισχύσει του τραγουδιού των σειρήνων, να αδρανοποιήσει τον δράκο φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, να μαγεύει τον κέρβερο έως και τον Πλούτωνα κατά την κάθοδό του στον Άδη.
Στον αντίστοιχο μύθο, ο Πλούτωνας ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου δέχτηκε να ελευθερώσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη, με τον όρο εκείνη να μην μιλήσει στον Ορφέα, και εκείνος να μην την κοιτάξει έως ότου βγουν στο φως του Ήλιου. Ο Ορφέας όμως αδημονώντας να την αντικρίσει, στράφηκε λίγο πριν φτάσουν στην «έξοδο» και η σκιά της Ευρυδίκης επέστρεψε στον κόσμο των νεκρών. Ο Ορφέας περιπλανιόταν για 7 ημέρες δίχως τροφή θρηνώντας για τον δεύτερο χαμό της γυναίκας του. Από τότε έγινε αδιάφορος προς τις γυναίκες και ταπείνωνε όσες τον πλησιάζανε. Μερικοί λένε πως μη αντέχοντας τον πόνο, αυτοκτόνησε. Άλλοι λένε πως ο Διόνυσος τον τιμώρησε επειδή περιφρονούσε τα μυστήριά του και έστειλε τις Βάκχες του να διασπάσουν τα μέλη του και να τα πετάξουν μακριά. Οι Μούσες τότε μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν στα Λείβδηθρα, ενώ το κεφάλι του που το έριξαν στον Έβρο κατέληξε στη Λέσβο. Άλλοι λένε πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες της Θράκης που τον εκδικήθηκαν επειδή τις απέκλεισε από τα Μυστήριά του.
Ο Ορφέας ήταν μουσικός, «προφήτης», «δάσκαλος» που έφερε μαζί του μία νέα θρησκεία επιθυμώντας να αναμορφώσει την παλιά. Είναι η πρώτη φορά που στην Ιστορία της Ελληνικής Θρησκείας που συναντούμε τον ιδρυτή μιας Θρησκείας, ο οποίος είναι άνθρωπος αλλά συγχρόνως μυθικός ήρωας, ο οποίος πεθαίνει ως μάρτυρας της πίστης του.
Γνωρίζουμε ότι ο Ορφέας αναδιοργάνωσε και αναμόρφωσε τις τελετές του Βάκχου, σε ποιο βαθμό όμως αναδιοργάνωσε μια θρησκεία ή αναπλάστηκε ο ίδιος ποτέ δεν θα το γνωρίσουμε πλήρως.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι ο Ορφισμός υπήρξε η εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας ή ο Ορφισμός χρησιμοποίησε ως «όχημα» και μετασχημάτισε την διονυσιακή λατρεία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Ορφισμός και οι ορφικές τελετές είχαν έρθει στην Αθήνα πριν την κλασσική περίοδο. Ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου «φιλοσοφούμενα» μας λέει ότι οι «βακχικές τελετές του Ορφέα» είχαν εδραιωθεί και δοθεί στους ανθρώπους της Φλύας στην Αττική πριν την καθιέρωση των «Ελευσίνιων τελετών μύησης».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Ορφέας τροποποίησε οργάνωσε και αναδιαμόρφωσε τις βακχικές τελετές.
Σε αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαμε να μην εντοπίσουμε τις ομοιότητες που μοιράζονται ο Διόνυσος και ο Ορφέας με τον Ιησού Χριστό, εάν και είναι γνωστές. Είναι οι «ποιμένες» και «σωτήρες» που αναμορφώνουν τις θρησκείες.
Σε όλη του η ζωή παρουσιάζεται να φέρει την τάξη και την ευπρέπεια σε ένα οργιαστικό και θορυβώδες τυπικό. Ο Ορφέας γενικά πιστεύεται ότι ήρθε από την Θράκη, αλλά ίσως και να ήρθε από τον νότο, και συγκεκριμένα από την Κρήτη. Ο Διόδωρος μάλιστα λέει ότι ο Ορφέας πήγε στην Αίγυπτο για να μάθει τις τελετές και την θεολογία του.
Το πιο πιθανό είναι να υπήρχαν πολλοί με το όνομα Ορφέας, τα ίχνη όμως του πρώτου μεγάλου διδασκάλου Ορφέα χάνονται στα βάθη της προ – ιστορίας.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Διόνυσος προηγείται του Ορφέα:
«Ο Χάροψ παππούς του Ορφέα, βοήθησε το Θεό και ο Διόνυσος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης του δίδαξε τα όργια των τελετών του. Ο Χάροψ τα μετάδωσε στον γιο του Οίαγρο και ο Οίαγρος στον Ορφέα. Ο Ορφέας όντας εκ φύσεως χαρισματικός και περισσότερο εκπαιδευμένος από τον κάθε ένα, έκανε πολλές τροποποιήσεις στις οργιαστικές τελετές για αυτό ονομάζουν τις τελετές που προήλθαν από τον Διόνυσο Ορφικές»,
Ο Ηράκλειτος επίσης λέει για τον Ορφέα: «Ρύθμισε την θρησκεία του Διονύσου στην Θράκη στο όρος Αίμος όπου λένε ότι υπάρχουν κάποια γραπτά σε πινακίδες του».
Ο Απολλόδωρος όμως δηλώνει ότι ο Ορφέας: «επινόησε τα μυστήρια του Διονύσου…».
Ο Κόνων την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου αναφέρει:
«Κοντά στο Διόν είναι ένα χωρίο που ονομάζεται Πίμπλεια, όπου έζησε ο Ορφέας. Ο Ορφέας ήταν από την φυλή των Κικόνων, και ήταν άνθρωπος με μαγικές δυνάμεις όσον αφορά την μουσική και την μαντεία. Περιφερόταν τελώντας οργιαστικές τελετές, και αργότερα γεμάτος αυτοπεποίθηση απόκτησε πολλούς ακολούθους και μεγάλη επιρροή. Μερικοί τον δέχτηκαν οικειοθελώς άλλοι υποψιαζόμενοι ότι ετοιμάζει αναταραχές και συνομωσία του επιτέθηκαν και τον έσφαξαν».
Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη: «Ο Ορφέας μας δίδαξε τα μυστήρια, και πώς να λείψουμε από τον φόνο και γητειές για τις αρρώστιες και μαντολογήματα».
Τέλος ο Ερατοσθένης υποστηρίζει:
«Ο Ορφέας δεν τιμούσε τον Διόνυσο αλλά θεωρούσε τον Ήλιο ως μεγαλύτερο των Θεών, τον οποίο ονόμαζε επίσης Απόλλωνα. Και ξυπνώντας νωρίς το πρωί ανέβαινε στο βουνό που ονόμαζε Παγγαίο και περίμενε την ανατολή του Ήλιου για να δει την πρώτη του αχτίδα. Για τούτο ο Διόνυσος εξοργίστηκε και έστειλε εναντίον του τις Βασσαρίδες του, όπως λέει ο ποιητής Αισχύλος. Και τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν».
Έχουμε λοιπόν αντιφατικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η αρχαία παράδοση σε πολλές περιπτώσεις ήθελε τον Ορφέα «εχθρό» του Διονύσου, και θύμα των πιστών του Θεού. Αντικειμενικά υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ του Ορφέα και του Διόνυσου.
Ο Ορφέας ποτέ δεν παίζει τον αυλό που επιφέρει την μανία ούτε χτυπά εκκωφαντικά τα κύμβαλα, στον αντίποδα ο Διόνυσος είναι ο Θεός της μέθης της έκστασης και του θορύβου.
Το μεγάλο βήμα του Ορφέα είναι ότι διατηρώντας την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη», στην «θέωση» κάτι που πριν αποτελούσε ύβρη, άλλαξε την αντίληψη του τι είναι Θεός, και επεδίωξε να αποκτήσει αυτή την Θεότητα με εντελώς διαφορετικά μέσα. Για τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του είναι μας, κρυμμένος στην ύλη και καθήκον μας είναι να τον απελευθερώσουμε από τα δεσμά των Τιτάνων.
Η «θέωση» που αναζητούσαν στο εξής δεν ήταν σωματική μέθη αλλά πνευματική έκσταση, και τα μέσα που υιοθέτησαν δεν ήταν η οινοποσία, αλλά αποχή και τελετές καθαρμού. Έως τότε αποτελούσε ύβρη ο άνθρωπος να θέλει να γίνει Θεός, ενώ οι ανθρωπινές σύμφορες από την άλλη πιστεύονταν ότι οφείλονταν στις χθόνιες δυνάμεις των νεκρών ή των ηρώων και ο εξαγνισμός γινόταν με αιματηρές θυσίες. Μερικοί υποστηρίζουν πως η σπουδαιότερη συμβολή του Διονύσου στην θρησκεία της αρχαίας Ελλάδος, ήταν η ελπίδα που έφερε για αθανασία, κάτι που οφείλετε στους Ορφικούς οι οποίοι αναμφίβολα πίστευαν στην μελλοντική ζωή.
Η επίδραση του Ορφισμού ήταν καταλυτική καθώς εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του μυστικισμού και του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και ύλή, όπως αποκαλύπτει και η χρυσή πλάκα του Ιππωνίου αναφερόμενη στην καταγωγή της ψυχής: «Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού»… Πριν τους Ορφικούς και σύμφωνα με την Ομηρική άποψη η ψυχή ήταν μια σκιά που εγκατέλειπε τον νεκρό τη στιγμή του θανάτου για να οδηγηθεί στο Βασίλειο του Άδη.
Οι Ορφικοί υποστήριζαν ότι η ψυχή είναι αυτό που υποκινεί τον άνθρωπο, η αρχή όλων, ενώ ο σώμα η φυλακή της ψυχής, κάτι που πέρασε και στον Χριστιανισμό. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι θεϊκή και ενσαρκώνεται λόγω ενός προγενέστερου αμαρτήματος της. Έτσι υπάρχοντας στο σώμα εκτός το ότι φυλακίζετε, λυτρώνετε κιόλας μέσα από τον κύκλο της επαναλαμβανόμενης μετενσάρκωσης. Οι Ορφικοί πρώτοι πίστεψαν πως όχι μόνο είναι δυνατή η επιστροφή του νεκρού στον επίγειο κόσμο (μετενσάρκωση), αλλά ότι μπορεί κάποιος να βγει από τον αιώνιο κύκλο των συνεχόμενων μετενσαρκώσεων. Στην Ολβία του Ε. Πόντου, ανακαλύφθηκαν οστέινες πλάκες, του 5ου π.χ αιώνα, με τις λέξεις : ΒΙΟΣ – ΘΑΝΑΤΟΣ – ΒΙΟΣ.
Οι μυστηριακές τελετές του Ορφισμού διακρίνονταν σε δύο επίπεδα, στον εξαγνισμό και στην μύηση, και διαδραματίζονταν την νύκτα συμβολίζοντας την μετάβαση από το σκότος της άγνοιας στο φως της αλήθειας.
Δια μέσου της μύησης στα Ορφικά Μυστήρια αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο οι αρχετυπικές αλήθειες, έχοντας ως αρωγό τον Θεό Διόνυσο που ήταν ο λυτρωτής της ανθρώπινης ψυχής, που την οδηγούσε στην αθανασία του ουρανού.
Οι Ορφικοί συγκεντρώνονταν είτε σε οικίες, είτε σε φυσικά σπήλαια για να ψάλουν ύμνους και να γνωρίσουν την διδασκαλία του Ορφέα, υπό το φως του ιερού πυρ που δεν έσβηνε πότε. Η επίδραση του Ορφισμού επηρέασε τόσο πολύ τον Πυθαγόρα, ώστε την εποχή του Πεισιστράτου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια μυστήρια. Ο Ορφισμός επέδρασε καταλυτικά στην Ελληνική φιλοσοφία για δυο λόγους:
Σύμφωνα με τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του εαυτού μας, κρυμμένος στην ύλη. Ο Διονυσιακός άνθρωπος μπορεί εξ ιδίων να απελευθερωθεί από τα Τιτανικά δεσμά του και να σωθεί. Η Θεϊκή προέλευση της ψυχής ενοποιεί όλους τους ανθρώπους και τους φέρνει σε απευθείας ένωση με την Θεία ουσία.
Σύμφωνα με την Ορφική θεογονία αρχικά στο Σύμπαν υπήρχε η συνεχής ροή του Χρόνου από την οποία προήλθαν οι δύο Κοσμογονικές Ουσίες: Ύδωρ και Γη, Αιθήρ και Χάος. Διάμεσο του Φάνη Έρωτα δημιουργήθηκε το Ορφικό Ωόν, από όπου προήλθε το σύμπαν. (Στους Ορφικούς Φάνης ονομάζεται ο πρώτος Διόνυσος, ο Ζαγρέυς που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες δεύτερος Διόνυσος, ενώ ο τρίτος Διόνυσος είναι ο αναστημένος από τον Δια).
Σχετικά με το Ορφικό αυγό ο Πρόκλος γράφει (Πλάτων Τίμαιος):
«Όπως το ωόν περιελάμβανε την σπερματική αιτία του ζώου, έτσι και ο κρυφός διάκοσμος περιέχει κάθε τι το νοητό. Και όπως το ζώον έχει διαιρεμένα όσα ευρίσκοντο σαν σπέρματα στο ωόν, έτσι και ο Θεός προάγει σε εμφάνιση το άρρητον και ακατάληπτον των πρώτων αιτίων. Για τούτο ο Φάνης δοξάζεται ως θήλυς και δημιουργός».
και ο Κλήμης:
«Μέσα στην περιφέρεια του Ωού διαμορφώθηκε ένα αρρενόθηλυ ζωντανό ον, με πρόνοια του ενυπάρχοντος μέσα θεϊκού πνεύματος, το οποίο ο Ορφέας το αποκαλεί Φάνητα, διότι όταν φάνηκε, από αυτόν έλαμψε το παν, με το φέγγος του διαπρεπέστερου στοιχείου, του πυρός, εκπληρούμενο μέσα στο υγρό στοιχείο».
Η πρώτη απόδειξη για την αθανασία της ψυχής στηρίζεται στην θεωρία για την μετεμψύχωση των πυθαγορείων, η οποία ενισχύεται με την άποψη του Ηράκλειτου ότι τα πάντα γεννώνται από το αντίθετό τους. Αν είναι αλήθεια ότι οι ψυχές κατεβαίνουν στον Άδη και επανέρχονται κατόπιν στην ζωή για να ενδυθούν νέα σώματα, τότε είναι φανερό ότι οι ψυχές υπάρχουν μετά τον θάνατο. Για να το αποδείξει αυτό ο Σωκράτης λαμβάνει υπόψιν του την θεωρία της «γενέσεως εκ των εναντίων». Το ισχυρότερο δημιουργείται από το ασθενέστερο, το βραδύτερο από το ταχύτερο, το χειρότερο από το καλύτερο, το δικαιότερο από το άδικο και αντίστροφα Όταν τα πάντα με τον τρόπο αυτόν γεννώνται από τα αντίθετά τους , επειδή αυτά είναι δύο πάντοτε κατ’ανάγκη πρέπει να συμβαίνουν δύο γενέσεις. Το αντίθετο της ζωής είναι ο θάνατος, όπως του ύπνου είναι η εγρήγορση. Άρα κατ’ανάγκη από την ζωή πρέπει να γενάται ο θάνατος, και από τον θάνατο η ζωή. Εάν όσα ζούν πεθαίνουν χωρίς να επανέρχονται στην ζωή, τότε δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει ζωή ούτε και θάνατος: «Αλλά έστι τω όντι και το αναβιώσκεσθαι και εκ τωντεθνεώτων τους ζώντας γίγνεσθαι και τας των τεθνεώτων ψυχάς είναι.»(70 α-72 α).
Το Ύδωρ και η ενότητα του Αιθέρος Έν, αποτελούν την πρώτη Κοσμογονική Ουσία, τήν Ενεργητική Αρχή, που ονομάζεται ουσία της εξέλιξης, «Συνεχής Ουσία». Η Γη είναι η υλικότητα, τα πάθη, το Χάος και ονομάζεται από τον Πυθαγόρα Αόριστος Δυάς και έτερον άπειρον. Η Γαία βρίσκεται σε κατάσταση αμορφίας, αταξίας, αρρυθμίας, συγχύσεως, ταραχής, αποτελεί την «Μεριστή Ουσία» η οποία έχει την ιδιότητα της κίνησης και της ζωής και διακόπτει το συνεχές της συνεχούς ουσίας. Ως αίδιος ουσία γενικά νοείται το σύνολο των ουσιών της φύσης και εμφανίζεται ως αίδια ατομική ή μεριστή ουσία και ως αίδια
συνεχής, αμέριστη ουσία.
Η αίδια ατομική ουσία ή μεριστή ή δυάδα ή μητέρα των κόσμων στη φύση, ταυτίζεται με την ύλη, ενώ η αμέριστη ουσία ή μονάδα ή πατέρας των κόσμων στη φύση με το Είναι της, αποτελεί τον αϊδιος συνεχή ουσία ουσιαστικό χώρο, μέσα στον οποίο ενεργούν τα άτομα της ατομικής ουσίας.
Η πρώτη ουσία είναι ο παθητικός παράγων των κόσμων ενώ η δεύτερη είναι ο ενεργητικός παράγων.
Τα άτομα της αίδιας ατομικής, μεριστής, ουσίας, χαρακτηρίζονται ως αεί κινούμενα και ζώντα Είναι.
Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν υπάρξεις, Είναι, με εκδηλωμένους τους Νόμους της Κίνησης και της Ζωής, κινούμενα και ζώντα, ατελεύτητα (αεί).
Τα άτομα της μεριστής ουσίας δεν έχουν συνέχεια προς το άπειρο, αλλά απλώς βρίσκονται εντός της συνεχούς ουσίας. Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ποια σχέση έχουν αυτά τα άτομα με τα θραύσματα της ψυχής.
Φωτεινή Κακόγιαννου
συγγραφέας των Ελευσίνιων Μυστηρίων (δύο τόμοι: “Ελευσίνια Μυστήρια – Πορεία προς την μύηση”, & “Ελευσίνια Μυστήρια – Τελετουργικό “) από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ
πηγή ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ